Της Βούλας Αραμπατζόγλου – Τουζοπούλου*
Μου ζητήθηκε από νεότερο δημότη να του περιγράψω πως ήταν στολισμένη παλιά τα Χριστούγεννα η Νέα Ιωνία.
«Μα δεν ήταν στολισμένη», του είπα.
Έτσι η συζήτηση σταμάτησε εκεί, αλλά σε μένα, που ήμουν παιδί στην δεκαετία 50-60 προκάλεσε διαδοχικές σκέψεις και αναμνήσεις.
Λίγες δεκαετίες πίσω και το χώμα κυριαρχεί στο τοπίο σφραγίζοντας εμάς τα παιδιά με μόνιμες ξεραμένες ή νωπές εκδορές στα γόνατα. Η καθημερινότητα ήταν παιχνίδι ασταμάτητο, χειμώνα – καλοκαίρι, στους χωματόδρομους και τις αλάνες, με τα γόνατα ακάλυπτα, βορά στα χαλίκια και πέτρες του εδάφους. Η ειρωνεία είναι ότι ενδυματολογικά το μακρύ παντελόνι στα παιδιά καθιερώθηκε μετά την ασφαλτόστρωση των δρόμων.
Τα Χριστούγεννα, παρότι το σκηνικό έξω στους δρόμους ήταν ίδιο, η ημερολογιακή επίδραση άλλαζε έντονα την ψυχολογία μας και την διάθεσή μας.
Είναι γεγονός, ότι μπορούν να γιορταστούν τα Χριστούγεννα μόνο με κατάλληλα διαμορφωμένη χριστουγεννιάτικη ψυχολογία, ακόμα και αν δεν υπάρχουν πολύχρωμα φωτάκια στους δρόμους, χωρίς ίσως στολισμένο δένδρο στο σπίτι, χωρίς γαλοπούλα στο τραπέζι.
Δεκέμβριος και ο Δήμος δεν έδειχνε εορταστικές διαθέσεις. Η πόλη τόσο σκοτεινή τα βράδια όσο και στην καθημερινότητά της.
Η προσμονή των Χριστουγέννων όμως ξεσήκωνε την δίψα για χαρά. Η αναζήτηση της χαράς έφερνε την γιορτή μέσα στα σπίτια μας, με διακοσμήσεις που μπορεί να μη πρόσφεραν αισθητικό αποτέλεσμα αλλά που λειτουργούσαν εορταστικά.
Ο περιορισμένος χώρος των σπιτιών και τα περιορισμένα οικονομικά περιόριζαν και τις καλλιτεχνικές, διακοσμητικές μας εμπνεύσεις .
Έτσι στην γωνιά του κουζινο-υπνο-σαλονο-δωματίου, που θερμαίναμε με ξυλόσομπες, μαγκάλια ή γκαζιέρες, ένα κλαδί ως επί το πλείστον πεύκου από τα δένδρα της γειτονιάς (και όμως υπήρχαν τότε δένδρα) στολιζόταν με κουκουνάρια τυλιγμένα με χρυσόχαρτο από τσιγαρόκουτα.
Αντί για φωτάκια υπήρχαν μικρά κεράκια γενεθλίων σε μανταλάκια-κηροπήγια, που μάγκωναν στα κλαδιά. Τέλος άφθονο μπαμπάκι φαρμακευτικό, κάλυπτε εν είδη χιονιού το κατασκεύασμα, που έμοιαζε πλέον περισσότερο με τραυματία παρά με δένδρο.
Αυτό όμως που μας έκανε ιδιαίτερα υπερήφανους ήταν η φάτνη, γιατί είχε περισσότερη προσωπική εργασία. Τα ψιλικατζίδικα, όπως πχ το ψιλικατζίδικο «Χίλια και δύο είδη» του κυρ Χρήστου του κουτσού (έτσι τον ξέραμε και έτσι τον αγαπούσαμε), πουλούσαν χαρτόνι με τυπωμένα τα κομμάτια, που συνθέτουν την φάτνη.
Κόβαμε με ψαλίδι το περίγραμμα των κομματιών και τα κολλούσαμε, όπως υποδείκνυαν τα σχήματα, τσακίζοντας την διαγραμμένη βάση με αλευρόκολλα που φτιάχναμε μόνοι μας από αλεύρι μέσα σε βραστό νερό. Λόγω μη αντοχής των υλικών κατασκευής η φάτνη ήταν μίας χρήσεως. Τον επόμενο χρόνο φτιάχναμε άλλη.
Υπήρχαν βέβαια και ορισμένα γνήσια έλατα στα σπίτια λίγων, που διέθεταν αυτοκίνητο και που κάθε τέτοια εποχή κλάδευαν την Πάρνηθα. Τότε αυτό δεν ήταν συνειδητοποιημένο κακό και όσοι δεν το κάναμε ήταν γιατί δεν είχαμε τον τρόπο. Ευτυχώς που κάποια στιγμή λήφθηκαν απαγορευτικά μέτρα πριν απογυμνωθεί η Πάρνηθα που τότε ήταν ακόμα ορατή από όλη την Ν. Ιωνία.
Όταν έκαναν την εμφάνισή τους τα ψεύτικα έλατα, ήταν τόσο ακριβά που μόνο λίγοι με πολύ καμάρι τα στόλιζαν. Δεν ήταν όμως και αυτά λιγότερο θλιβερά από τα υπόλοιπα. Αραιά κλαδιά με δήθεν φύλλωμα, σαν πράσινο αγκαθωτό συρματόπλεγμα.
Νόμιζες πως είχε πάθει ηλεκτροπληξία το δένδρο. Οι μικρές γυαλιστερές, φοβερά εύθραυστες μπαλίτσες (οι μεγάλες ήταν ασύμφορες), τοποθετούνταν σε μία πλευρά, γιατί δεν επαρκούσαν να στολίσουν περιμετρικά το δένδρο. Επιστρατεύαμε τότε τις σκηνοθετικές μας ικανότητες για να καταστήσουμε αθέατες τις αστόλιστες πλευρές, ανεπιτυχώς όμως, γιατί δυστυχώς η ασκήμια και το λάθος έλκουν περισσότερο τα μάτια και την προσοχή.
Παραμονές γιορτών και τα σπίτια μοσχοβολούσαν από μυρωδιές αρτοποιημάτων. Μελομακάρονα, κουλουράκια και πρωτοχρονιάτικες πίτες με φλουριά ήταν αποκλειστικά «σπιτικά». «Έτοιμα» τέτοια προϊόντα σε φούρνους ή ζαχαροπλαστεία ακόμη και να υπήρχαν δεν είχαν ζήτηση.
Αυτά που είχαν μεγάλη ζήτηση ιδιαίτερα την παραμονή της πρωτοχρονιάς ήταν οι ξηροί καρποί. Οι ουρές στα δύο παραδοσιακά καταστήματα ξηρών καρπών των Γουναρίδιδων, που βρίσκονται μέχρι και σήμερα επί της Ηρακλείου, γέμιζαν το πεζοδρόμιο.
Ανάποδες γαλοπούλες δεν κρέμονταν από τα τσιγκέλια των κρεοπωλών. Ορισμένες χρονιές ζωντανές γαλοπούλες με αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια, διέρχονταν από τους δρόμους κατά μπουλούκια, συνοδευόμενες από τον «μάνατζερ» τους, που με ένα καλαμένιο σκήπτρο τους έδειχνε το σωστό δρόμο προς τον θάνατο.
Όταν ακούγαμε την χορωδία τους να ψάλει το «γλου-γλου» βγαίναμε από τα σπίτια μας για να χαρούμε το θέαμα. Γαλοπούλες αγόραζαν μόνο οι ευκατάστατοι ή οι ανοιχτοχέρηδες. Επειδή και οι δύο κατηγορίες ήταν σπάνιες, θεωρούσαμε εξαιρετική ευκαιρία αν τύχαινε να παρακολουθήσουμε από κοντά την καταρράκωση της αξιοπρέπειας και την θανάτωση μιας γαλοπούλας.
Η γαλοπούλα για λίγες μέρες δενόταν από το πόδι με κοντό σχοινί σε δένδρο του πεζοδρομίου με άφθονο φαγητό μπροστά της, το οποίο όμως μοιραία δεν προλάβαινε να χωνέψει.
Το χριστουγεννιάτικο και το πρωτοχρονιάτικο, όπως και κάθε κυριακάτικο, μενού περιλάμβανε συνήθως κατεψυγμένο αρνάκι ψητό στο φούρνο με πατάτες.
Σε εποχές με προβλήματα επιβίωσης αναπτύσσονται έντονα ταξικές προκαταλήψεις, με κλίμακες απειροελάχιστων διαφορών. Αυτοί, που αγόραζαν συστηματικά κατεψυγμένο κρέας ή μαύρο ψωμί (τότε ήταν φθηνότερο από το λευκό) δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης κυρίως από τους μαγαζάτορες. Έτσι λοιπόν οι κατ’ ανάγκη λάτρεις του κατεψυγμένου συνωστίζονταν στο επί της Ηρακλείου γωνία με Μικράς Ασίας κρεοπωλείο του κυρ’ Βασίλη.
Ο κυρ’ Βασίλης δεν είχε ταξικές προκαταλήψεις και ήταν πολύ δίκαιος και τίμιος άνθρωπος, αλλά και πολύ οξύθυμος. Έτσι λοιπόν περιμέναμε πάντα υπομονετικά και πειθαρχημένα με τις ώρες ιδιαίτερα τις γιορτές, σίγουροι ότι θα ανταμειφθούμε.
Τα κάλαντα τα παιδιά τα λέγανε, όπως και σήμερα, μεμονωμένα ή σε συνεργασίες αλλά σε πολύ μικρότερη ακτίνα δράσεως. Κάλυπταν μόνο τις γύρω γειτονιές, που τους γνώριζαν. Παρά την γνωριμία όμως, το να «φάνε πόρτα», ήταν το συνηθέστερο.
Μετά την τρίτη ή τέταρτη προσφορά διατυπωμένη με το «να τα πούμε» το λογιστήριο του νοικοκύρη του σπιτιού έκλεινε με το αιτιολογικό «μας τάπαν άλλοι». Αλλά και αυτοί που προλάβαιναν να τα πουν δεν ήταν να τους ζηλεύεις, γιατί τα έσοδα τους ήταν πενιχρότατα.
Εκτός ίσως από κάποια καινούργια αναγκαία ρούχα που πρωτοφορούσαμε όταν κοινωνούσαμε για τις γιορτές, άλλα δώρα δεν ανταλλάσσονταν.
Στο θέμα των δώρων της Πρωτοχρονιάς υπάρχει η εξής παραδοξολογία που χρήζει επιστημονικής μελέτης. Ενώ δεν βρίσκαμε κανένα πακέτο κάτω από το δένδρο ή αλλού, πιστεύαμε στον Άγιο Βασίλη. Οι μεγάλοι θεωρούσαν χρέος τους να σεβαστούν την παράδοση, που θέλει τον Αι Βασίλη να φέρνει δώρα στα παιδιά , αλλά δεν έβαζαν το χέρι στη τσέπη για να συντηρηθεί ο μύθος.
Οι λόγοι ήταν αφ’ ενός ότι και να το έβαζαν το χέρι στην τσέπη δεν θα έβρισκαν τίποτα που να περισσεύει και αφ’ ετέρου διότι καταβροχθίζαμε εμείς τα παιδιά λαίμαργα το όνειρο χωρίς να το αμφισβητούμε και χωρίς να διαμαρτυρόμαστε γιατί κάθε χρόνο μας προσπερνούσε.
Το εκπληκτικό είναι, ότι ακόμα και οι αριστεροί στα φρονήματα που είχαν αξιόλογη και μαχητική παρουσία στην Ν. Ιωνία και που είχαν έντονη ευαισθησία στην αδικία, καλλιεργούσαν στα παιδιά τους την αγάπη προς τον Άγιο Βασίλη, χωρίς να προπαγανδίζουν κατά της καπιταλιστικής του συνήθειας να επισκέπτεται ως επί το πλείστον τα πλούσια παιδάκια. Ίσως γιατί το όνειρο δεν έχει ιδεολογία, ίσως γιατί η ελπίδα ανήκει σε όλους.
Τα Θεοφάνια οι Ιωνιώτες μαζευόμασταν γύρω από την μεγάλη δεξαμενή νερού, που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού πάρκου με την παιδικά χαρά, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Οι πρόθυμοι να πιάσουν τον σταυρό ήταν πολλοί και ποικίλων ηλικιών. Ο ανταγωνισμός ήταν τόσο έντονος που έφθανε ορισμένες φορές μέχρι την δολιοφθορά και τα αθέμιτα μέσα.
Το αδίκημα κρίνεται επιεικώς ως αιτιολογημένο σύμφωνα και με την ταινία «Μανταλένα». Έφταιγε η φτώχεια και η ανέχεια. Ο «ευλογημένος» που θα έπιανε τον Σταυρό είχε το προνόμιο από την εκκλησία να Τον περιφέρει για λίγες μέρες στα σπίτια, για να μεταδίδει την ευλογία και να εισπράττει το αντίτιμο.
Η ζωή προχωράει και ο κόσμος εξελίσσεται. Σίγουρα κανείς δεν θέλει να γυρίσουμε πίσω, παρότι ήταν πολύ ωραία, γιατί αισθανόμασταν πολύ ωραία. Σήμερα άπλετο φως σηματοδοτεί τα Χριστούγεννα. Μη ξεγελιόμαστε όμως. Είναι γιατί φθήνυναν τα λαμπάκια και όχι γιατί πλουτίσαμε εμείς.
*Απόσπασμα από το βιβλίο «Ανατολή εξ ανατολών»
της Βούλας Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου
Όλα τα βιβλία της συγγραφέως Βούλας Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου διατίθενται 5 ευρώ το καθένα στο βιβλιοπωλείο «Παράγραφος» στην Νέα Ιωνία επί της πλατείας Σημηριώτη, Μεσολογγίου 63, τηλ.: 210 – 2795992