Η ιστορία της βρύσης
Αν γινόταν να ξαναβρεθεί στα ίδια μέρη κάποιος που έχει αφήσει εδώ και πενήντα χρόνια τον παράδεισο του τότε Ηρακλείου Αττικής για να μετοικήσει στον Παράδεισο του ουρανού, σχεδόν τίποτα δεν θα του τα θύμιζε. Η έκπληξη της ραγδαίας, αλλά φυσικά αναγκαίας ανοικοδόμησης, θα του ήταν δυσάρεστη, γιατί όσο ωραίο προάστιο και να είναι σήμερα σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με το καθάριο, φυσικό, αμόλυντο τοπίο, την πλούσια φύση, την γαλήνη, την καθαρή ατμόσφαιρα και το υγιεινό κλίμα του παρελθόντος. Μιλάω για το Ηράκλειο Αττικής, όπως το έζησε η γιαγιά μου τις δεκαετίες του 1950 και 1960 και όπως το παρακολούθησα εγώ σαν τακτικότατος επισκέπτης της.
Η γιαγιά μου λεγόταν Ιουλία Μωραλόγλου και ήρθε ως πρόσφυγας από την Μικρά Ασία μετά την μικρασιατική καταστροφή μαζί με τον δάσκαλο παππού μου Ευστάθιο Καραγιαννόπουλο και την μητέρα μου Ευαγγελία. Στην αρχή νοίκιασαν ένα πανάθλιο δωμάτιο στον Πειραιά. Στην πορεία η Ευαγγελία παντρεύτηκε τον επίσης πρόσφυγα πατέρα μου Ελευθέριο Αραμπατζόγλου και εγκαταστάθηκε στο προσφυγικό του σπίτι στην Νέα Ιωνία. Γύρω στα 1950 η Ιουλία χήρεψε και πολύ σύντομα βρέθηκε και χωρίς στέγη λόγω κατεδάφισης της παράγκας που έμενε. Έτσι ο γαμπρός της ο Λευτέρης ανέλαβε να την στεγάσει σε ένα ακίνητο που ήδη είχε αποκτήσει για εκμετάλλευση στο Ηράκλειο Αττικής στην οδό Πρασίνου Λόφου αριθμό 42.
Ήταν ένα στενόμακρο οικόπεδο με την μικρή του πρόσοψη στο δρόμο. Στο βάθος του και σε όλο του το πλάτος υπήρχαν δύο συνεχόμενα δωματιάκια. Ο Λευτέρης αποφάσισε να τα ανεξαρτητοποιήσει μεταξύ τους κτίζοντας ακριβώς μπροστά τους και ανάμεσά τους δύο εξωτερικά αποχωρητήρια με χωμάτινες λεκάνες. Η πόρτα του ενός αποχωρητηρίου ήταν από την πλευρά της εισόδου του ενός δωματίου και η πόρτα του άλλου αποχωρητηρίου ήταν στην πλευρά του άλλου δωματίου. Οι ελεύθεροι εξωτερικοί χώροι μπροστά από κάθε δωματιάκι και μέχρι εκεί που τελείωναν τα αποχωρητήρια χρησίμευαν σαν ιδιωτικές βεραντούλες, ενώ το υπόλοιπο οικόπεδο ήταν ένας σχετικά μεγάλος κοινόχρηστος κήπος με δέντρα.
Στο εσωτερικό κάθε δωματίου έφτιαξε έναν τσιμεντένιο πάγκο με νεροχύτη. Τέλος στο τέρμα του κοινόχρηστου κήπου κολλητά στον τοίχο του τελευταίου αποχωρητηρίου, έκτισε ένα ευρύχωρο κοτέτσι. Όλα αυτά τα έφτιαξε ο Λευτέρης μόνος του δείχνοντας μεγαλύτερη επιμέλεια και φροντίδα στο αριστερό δωμάτιο, που το προόρισε για την πεθερά του. Το άλλο δωμάτιο σκόπευε να το νοικιάζει αν και τελικά ελάχιστα κατοικήθηκε, ίσως λόγω σχολαστικής επιλογής ενοικιαστών.
Για την Ιουλία το σπιτάκι στο Ηράκλειο ήταν παράδεισος τόσο από θέση όσο και από ευκολίες. Οι σημαντικότερες γι αυτήν ευκολίες ήταν ότι επιτέλους είχε ηλεκτρικό ρεύμα, κάτι που στερήθηκε όλα τα χρόνια της στον Πειραιά και ότι ήταν κοντά στην Νέα Ιωνία όπου ζούσε η οικογένεια της κόρης της αλλά και κάποια από τα αδέλφια της.
Το εξαιρετικό όμως πλεονέκτημα του νέου της σπιτιού ήταν η φύση γύρω από αυτό. Ένας καταπράσινος δρόμος γεμάτος πεύκα, που ξεκινούσε από την κεντρική πλατεία του Ηρακλείου με τον σταθμό του ηλεκτρικού τρένου, περνούσε από μπροστά του και συνέχιζε στις παρυφές ενός επίσης καταπράσινου γεμάτου πεύκα λόφου.
Ακριβώς απέναντι από το σπίτι υπήρχε σχεδόν παράλληλα με τον δρόμο ένα ρέμα στεγνό από νερά και στην άλλη όχθη του ρέματος ξανοιγόταν μία μεγάλη επίπεδη έκταση που μέχρι την δεκαετία του 1950 την έσπερναν σιτάρι. Δύο φορές τον χρόνο μόνο έβλεπες ανθρώπινες παρουσίες στο τεράστιο αυτό χωράφι. Μία που το όργωναν με αλέτρι και άλογο και μία που το θέριζαν με δρεπάνια.
Την σπαρμένη του περίοδο απολάμβανες μια θάλασσα από στάχια, στην αρχή πράσινη και μετά την ωρίμανση των καρπών κίτρινη, να αιωρείται απαλά με κάθε χάδι του ανέμου. Τον άλλο καιρό η θάλασσα αυτή βαφόταν άσπρη από χαμομήλι ή κόκκινη από παπαρούνες, τόσες πολλές παπαρούνες σαν να είχε χυθεί αίμα σφαγίων από βωμούς εξαγνισμού. Ναι, ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα η αίσθηση του εξαγνισμού, μακριά από πολύπλοκες, ψυχοφθόρες ανθρώπινες καταστάσεις όπως προβλήματα, εντάσεις, διενέξεις. Εκεί χαλάρωνες μακριά από τον κόσμο.
Τα σπίτια σε όλο το Ηράκλειο ήταν ελάχιστα. Σε ορισμένα σημεία μόνο υπήρχαν περιφραγμένοι από πέτρα και σιδερένια κάγκελα τεράστιοι περιποιημένοι κήποι με αρχοντικές κλασσικές βίλλες αριστοκρατικών οικογενειών. Ένα από αυτά ήταν της πριγκίπισσας Αλίκης, χήρας του Έλληνα πρίγκιπα Νικολάου και μητέρας του Φιλίππου, συζύγου της βασίλισσας της Αγγλίας Ελισάβετ. Αυτή πηγαίνοντας ή φεύγοντας από το σπίτι της, γριά πλέον, ντυμένη με τα γκρίζα ράσα του μοναχικού σχήματος, περνούσε συχνά από τους έρημους δρόμους του Ηρακλείου μέσα σε αυτοκίνητο με οδηγό.
Είχε βέβαια και φτωχούς η περιοχή. Στο δρόμο της γιαγιάς μου, στην Πρασίνου Λόφου, εκτός από δυο τρία σπιτάκια σαν το δικό της, λίγο πιο ψηλά, πάνω στον λόφο, είχαν φτιάξει παράνομα παραπήγματα φτωχές οικογένειες με μικρά παιδιά. Αυτά τα παραπήγματα δεν διέθεταν ούτε φως και το κυριότερο ούτε νερό. Η κοντινότερη στον λόφο αυτόν παροχή νερού της τότε εταιρίας ΟΥΛΕΝ ήταν στο σπίτι της γιαγιάς μου. Όλοι οι κάτοικοι των παραπηγμάτων αναγκαστικά κατέβαιναν με στάμνες από τον λόφο και την παρακαλούσαν να τους αφήσει να τις γεμίσουν νερό. Ήταν πρόθυμη, αλλά επειδή τον λογαριασμό τον πλήρωνε ο γαμπρός της ο Λευτέρης ζήτησε την έγκρισή του:
-Ασφαλώς να παίρνουν νερό και δεν χρειάζεται να σου το ζητούν κάθε φορά, –ήταν η απάντηση του Λευτέρη- Για να τους διευκολύνω θα τους βάλω βρύση δίπλα στο δρόμο, να εξυπηρετούνται οι άνθρωποι ελεύθερα.
Μόνος του τράβηξε τον αγωγό του νερού στην άκρη του οικοπέδου, κοντά στην είσοδο και μόνος του έκτισε εκεί μία πανέμορφη για την εποχή βρύση με υπερυψωμένη βάση ώστε εύκολα οι γυναίκες να ανεβάζουν στο κεφάλι την γεμάτη στάμνα για να την μεταφέρουν, όπως συνήθιζαν να κάνουν παλιά.
Την υπερυψωμένη αυτή βάση ο Λευτέρης την προέκτεινε δεξιά και αριστερά με πεζούλι για να κάθονται να ξαποσταίνουν, όσοι ήθελαν. Ακόμα στόλισε την πλάτη της βρύσης στο τέλειωμά της με μισά κεραμίδια σαν με κόκκινη δαντέλα. Τέλος πάνω στον κτιστό φράκτη προς τον δρόμο, έβαλε μία μεγάλη πινακίδα που έγραφε «ΝΕΡΟ ΟΥΛΕΝ ΔΩΡΕΑΝ». Έτσι καθημερινά έμπαιναν στον κήπο ελεύθερα όλοι όσοι ήθελαν να γεμίσουν τις στάμνες τους ή να πιουν νερό ή απλά να ξεκουραστούν.
Η ζωή της Ιουλίας στο Ηράκλειο
Η ζωή της Ιουλίας κυλούσε ήρεμα, αλλά μοναχικά. Αυτή την μοναξιά την έκανε πιο έντονη η ερημιά της εξοχής. Έτσι όπως ήταν ο δρόμος, ο περισσότερος με ελεύθερα οικόπεδα ή χωράφια, σπάνια άνθρωποι τον διάβαιναν. Αυτό βέβαια που την βοηθούσε να αντέχει μόνη της ήταν οι επισκέψεις από την Νέα Ιωνία των συγγενών της που τώρα ήταν συχνές.
Γι αυτό, ιδιαίτερα τα απογεύματα, στεκόταν όρθια στο πεζοδρόμιο και με την παλάμη στο μέτωπο να κόβει το φως, ατένιζε μέχρι το σημείο του δρόμου που έφτανε το μάτι για να δει αν έρχεται κάποιος δικός της. Πήγαινε να την δει τουλάχιστον μία φορά την βδομάδα η κόρη της και μητέρα μου και μαζί της ή και μόνα τους τα αδέλφια μου που ήταν πολύ μεγαλύτερά μου. Πολύ τακτικά την επισκεπτόταν ο αδελφός της ο Σταύρος που μάλιστα είχε την καλή ιδέα να της προτείνει συνεργασία:
–Ιουλία – της είπε αμέσως μετά την εγκατάστασή της εκεί – παραπονιέσαι ότι η σύνταξη του μακαρίτη είναι μικρή και δεν φτάνει. Από την άλλη εγώ εμπορεύομαι χειροποίητα χαλιά που ξέρεις από την πατρίδα μας την Σπάρτη στην Τουρκία να υφαίνεις. Θέλεις να σου στήσω έναν αργαλειό και να φτιάχνεις χαλιά για λογαριασμό μου; Θα περνάς την ώρα σου και θα σε πληρώνω για τον κόπο σου.
Η ιδέα του έγινε με χαρά αποδεκτή και σε λίγες μέρες στήθηκε στον ένα τοίχο του δωματίου ένας μεγάλος ξύλινος αργαλειός για χαλιά διαστάσεων μέχρι δύο μέτρα πλάτος και τρία μέτρα μήκος. Κάθε φορά που η Ιουλία τέλειωνε την κατασκευή ενός χαλιού ο Σταύρος έκοβε σαν κρόσσια τους σπάγκους στις δύο άκρες του χαλιού και το τύλιγε για να το πάρει μαζί του. Μετά έβαζε καινούργιους σπάγκους στον αργαλειό και της έδινε το σχέδιο που θα εφάρμοζε και τα μαλλιά που χρειάζονταν για την καινούργια παραγγελία.
Τον χειμώνα όλη την ημέρα η Ιουλία ύφαινε στον αργαλειό. Το καλοκαίρι όμως ή όποτε ο καιρός ήταν καλός τα απογεύματα ασχολείτο με τον κήπο. Ανάμεσα στα δέντρα του Λευτέρη φύτεψε ένα σωρό λουλούδια. Όλα τα παρτέρια γέμισαν από ποικιλίες πολύχρωμων λουλουδιών. Ήταν μεγάλη η λατρεία της στα λουλούδια.
Ήξερε τα πάντα γι αυτά. Πώς να τα διαλέγει και πώς να τους φέρεται. Την βδομάδα της Πρωτομαγιάς είχε καθιερώσει να πηγαίνει στην έκθεση λουλουδιών της Κηφισιάς και να ρωτάει στα διάφορα περίπτερα για τα μυστικά τους. Με το τρένο τότε από το Ηράκλειο στην Κηφισιά ήταν δύο στάσεις. Επέστρεφε γεμάτη λουλούδια. Γέμιζε τότε ο κήπος κυρίως με τεράστιες ορτανσίες ροζ και μπλε που αγόραζε από εκεί.
Τα βιώματα μου στο Ηράκλειο
Θυμάμαι πολύ μικρή που πήγαινα κάθε βδομάδα στο Ηράκλειο επίσκεψη στην γιαγιά μου, την νενέ Ιουλία, μαζί με την μαμά μου και την αδελφή μου. Νενέ την έλεγα γιατί έτσι λέγεται η γιαγιά στα τούρκικα. Καταγόταν από τουρκόφωνη περιοχή της Μικράς Ασίας, γι αυτό και η μητρική της γλώσσα ήταν τα τούρκικα.
Ελληνικά σωστά δεν κατάφερε να μιλήσει ποτέ παρότι ο άντρας της στην Μικρά Ασία ήταν δάσκαλος της ελληνικής και τουρκικής γλώσσας. Από την Λεωφόρο Ηρακλείου πολλές φορές παίρναμε το λεωφορείο του Ηρακλείου που μας κατέβαζε στις αρχές της Πρασίνου Λόφου. Από εκεί ανεβαίναμε μέχρι το σπίτι με τα πόδια.
Τις περισσότερες φορές όμως, επειδή το λεωφορείο περνούσε κάθε μισή ώρα και με πολλές και απρόβλεπτες καθυστερήσεις, κάναμε με τα πόδια όλη την διαδρομή. Οι αναμνήσεις μου φτάνουν τόσο βαθειά στο χρόνο που θυμάμαι ότι κουραζόμουν και ζητούσα να με πάρουν αγκαλιά.
Στην διαδρομή από εκεί που αφήναμε την Λεωφόρο Ηρακλείου για να κατευθυνθούμε προς τα δεξιά στην Κεντρική Πλατεία του Ηρακλείου, υπήρχαν εγκαταλελειμμένες σιδηρογραμμές κατά μήκος του σημερινού δρόμου Μελίνα Μερκούρη. Πήγαιναν δηλαδή παράλληλα με τις σημερινές γραμμές του ηλεκτρικού τρένου.
Ήταν οι γραμμές του Θηρίου, του τρένου που κάποτε έφτανε μέχρι το Λαύριο. Εγώ χαιρόμουν ιδιαίτερα να πηδάω από σανίδα σε σανίδα, δηλαδή στα παράλληλα και με μικρή απόσταση μεταξύ τους ξύλα που υπάρχουν εγκάρσια των σιδηροτροχιών. Άλλες φορές έκανα ισορροπία περπατώντας πάνω στις σιδηροδοκούς. Αυτές τις επιδόσεις, σαν παιχνίδι, τις έκαναν τότε όλα τα παιδιά πάνω στις εγκαταλελειμμένες γραμμές.
Φτάνοντας στο σπίτι της νενές μου ή έπαιζα στον κήπο ή έκοβα από το απέναντι χωράφι αγριολούλουδα ή μάζευα χόρτα μαζί με την αδελφή μου. Το να περάσω το ρέμα για να φτάσω στο απέναντι χωράφι είχε ιδιαίτερη γοητεία. Ήταν το μυστήριο να χάνομαι για λίγο από την επιφάνεια της Γής και να αναδύομαι από την άλλη την ξεκομμένη άρα κάτι σαν απόμακρη πλευρά.
Πολύ μεγάλη χαρά μου έδινε το να ταΐζω καλαμπόκι τις κότες που την ημέρα κυκλοφορούσαν ελεύθερες στον κήπο. Με την πρώτη χούφτα που τους σκορπούσα μαζεύονταν όλες γύρω μου κακαρίζοντας. Αισθανόμουν σπουδαία να ορθώνω το κοντό μου ανάστημα στο κέντρο, ανάμεσα σε τόσες μικρές ψυχές που με είχαν ανάγκη και που με έβλεπαν σαν ευεργέτη τους.
Πολλές φορές ζητούσα από την γιαγιά μου να δουλέψω στον αργαλειό της. Μου είχε δείξει πώς να κάνω τους κόμπους, αλλά μου επέτρεπε να υφαίνω μόνο το φόντο. Τα σχέδια ήταν δύσκολο να τα καταφέρω. Δεν θαύμαζα την γιαγιά μου μόνο για την δεξιοτεχνία της στα σχέδια και μάλιστα σε πολύ δύσκολα και περίπλοκα, αλλά περισσότερα για την ταχύτητα των χεριών της που νομίζω ότι ποτέ δε θα την έφτανα. Πως έχωνε τα χοντρά της δάκτυλα ανάμεσα στους σπάγκους και περνούσε το μαλλί και πώς το έκοβε μετά με την φαλτσέτα και πως κτυπούσε με το βαρύ σιδερένιο χτένι όλη την σειρά και όλα αυτά σε χρόνο μηδέν!!!
Η ώρα του αποχαιρετισμού ήταν πάντα δύσκολη. Την αφήναμε στην μοναξιά της. Παίρναμε όμως μαζί μας ως εχέγγυα της πολύτιμης ύπαρξής της: μια αγκαλιά λουλούδια από τον κήπο της, ένα σωρό φρέσκα αυγά από τις κότες της και μερικές φορές μια κότα σφαγμένη που για κείνη την εποχή ήταν από τα πιο νόστιμα και πιο ακριβά εδέσματα.
Όταν λίγο μεγάλωσα, άρχισα να συναναστρέφομαι και να συντροφεύω την γιαγιά μου περισσότερο. Μερικές φορές με πήγαινε κάποιος εκεί το πρωί και με έπαιρνε το βράδυ. Δυστυχώς οι αναμνήσεις μου για τις ελάχιστες φορές που δοκίμασα να διανυκτερεύσω είναι τραυματικές. Με κοίμιζε δίπλα της στο παραδοσιακό σιδερένιο της κρεβάτι με τις μπρούντζινες διακοσμήσεις, μέσα στα κατάλευκα σεντόνια της που μοσχομύριζαν λεβάντα. Εγώ όμως ξυπνούσα τα μεσάνυχτα και σπάραζα στο κλάμα ζητώντας το σπίτι μου και την μαμά μου. Θυμάμαι ακόμα τα πλοκάμια του θεριού της κατάθλιψης να με σφίγγουν προκαλώντας μου πανικό και απόγνωση.
Τα χαράματα το λάλημα των πετεινών και τα πρώτα χάδια του ήλιου με ξαναγύριζαν στον παράδεισο και τότε ένιωθα απέραντες τύψεις για την πίκρα που πότιζα όλο το βράδυ την κακομοίρα την νενέ μου σβήνοντάς της με τα δάκρυά μου κάθε της ελπίδα για συντροφιά, για μιαν ανθρώπινη, αγαπημένη ανάσα μέσα στην αγκαλιά της.
Από νωρίς το πρωί όμως μέχρι το σούρουπο όλα όσα ζούσα ήταν ενδιαφέροντα και εντυπωσιακά. Κρατώ και τις άσχημες ακόμα εμπειρίες, όπως το να πνίγει η γιαγιά μου τα ποντίκια που έπιανε το βράδυ βυθίζοντας ολόκληρη την σιδερένια φάκα τους μέσα σε έναν κουβά με νερό. Είχε τόσο εξοικειωθεί να μοιράζεται την ζωή της μαζί με την παρασιτική δική τους ζωή, που ακόμα και το ξεπάστρεμά τους της είχε γίνει ρουτίνα.
Τώρα, με την εξέλιξη της ποιότητας διαβίωσης, φαίνεται φρικτό να ζει κάποιος με τα απεχθή τρωκτικά στον ίδιο χώρο και ακόμα χειρότερα να τα εξοντώνει ή να παρακολουθεί την εξόντωσή τους. Όμως τότε οι κατασκευές των σπιτιών δεν εξασφάλιζαν στεγανότητα και σχεδόν όλοι όσοι ζούσαν σε ισόγεια σπίτια είχαν ανοικτό πόλεμο με αυτούς τους ανεπιθύμητους μουσαφίρηδες.
Άλλη συγκλονιστική εμπειρία ήταν το μάζεμα των αυγών μέσα από τις δύο φωλιές του κοτετσιού. Την εμπειρία αυτή έκανε ξεχωριστά χαριτωμένη μία κατασκευαστική ιδιομορφία των φωλιών, δημιούργημα του Λευτέρη. Επειδή η ράχη του κοτετσιού από την άλλη πλευρά ήταν ο τοίχος του αποχωρητηρίου, με την λεκάνη να ακουμπά στο μέσον του, σκέφτηκε να κτίσει σαν χαμηλό πάγκο αυτή την πλευρά του αποχωρητηρίου αφήνοντας άνοιγμα στο κέντρο για την λεκάνη και καλύπτοντας με δύο ξύλινα σκεπάσματα το δεξιό και το αριστερό κλειστό χώρο.
Σε αυτές τις δύο κλειστές υποδοχές έβαλε μέσα λίγα άχυρα αφού πρώτα τους έκανε ανοίγματα ώστε να επικοινωνούν με το κοτέτσι. Κατασκεύασε δηλαδή δύο φωλιές για να γεννούν οι κότες τα αυγά, οι οποίες αποτελούσαν προεκτάσεις του κοτετσιού μέσα στο αποχωρητήριο. Αν ήθελε κάποιος να πάρει τα αυγά, δεν είχε παρά να σηκώσει τα ξύλινα σκεπάσματα δεξιά και αριστερά από την λεκάνη.
Πολλές φορές εγώ μικρή, όταν καθόμουν στην λεκάνη για σωματική μου ανάγκη, σήκωνα τα ξύλινα καπάκια από περιέργεια. Αν τύχαινε να είναι μέσα στην φωλιά κότα, ανασηκωνόταν ανήσυχη κακαρίζοντας. Τότε η γιαγιά μου με μάλωνε – πάντα τρυφερά – να μη ενοχλώ την κότα την ώρα που γεννάει γιατί μετά δεν θα βγαίνει το αυγουλάκι και θα πονάει η καημένη.
Πιο αυστηρές παρατηρήσεις να μη σηκώνω το καπάκι, μου έκανε όταν υπήρχε κλώσα στην φωλιά. Μέρες πριν η γιαγιά μου, όταν καταλάβαινε ότι κάποια κότα θέλει να κλωσήσει, δεν έπαιρνε τα αυγά από την φωλιά. Τα άφηνε να αυξάνονται. Όμως τελικά δεν ήταν τα αυγά που συσσωρεύονταν στην φωλιά αυτά που τελικά κλωσούσε η κότα.
Στις αρχές του κλωσίματος τα αντάλλαζε με ξένα αυγά. Θυμάμαι ότι έβαζε σε ένα δοχείο φρέσκα αυγά από τις κότες της και πηγαίναμε σε παρακάτω γειτονικό πλουσιόσπιτο. Στεκόμασταν έξω από την μεγάλη σιδερένια καγκελόπορτα του κήπου. Εκεί η γιαγιά μου φώναζε μία κυρία να βγει έξω. Η κυρία ερχόταν, φέρνοντας μαζί της αυγά από τις κότες της. Μου είχε κάνει εντύπωση που υπήρχαν κότες και στα πλουσιόσπιτα. Νόμιζα ότι μέσα σε αυτά ζουν άνθρωποι άλλης διάστασης, με εντελώς άλλη καθημερινότητα και συνήθειες. Τελικά εκεί στην καγκελόπορτα κάνανε οι δυο τους ανταλλαγή των αυγών.
Καταλάβαινα ότι αυτή η διαδικασία πρέπει να ήταν προσυμφωνημένη από την προηγούμενη μέρα γιατί δεν έλεγαν μεταξύ τους παρά μόνο το γεια και το αντίο. Μετά γυρίζαμε πίσω και η γιαγιά μου έπαιρνε τα αυγά από την κλώσα και της έβαζε αυτά που μόλις είχαμε φέρει. Φυσικά ρώτησα την γιαγιά μου, γιατί το έκανε όλο αυτό. Η απάντησή της ήταν για μένα η πρώτη εισαγωγή μου στην βιολογία και ειδικότερα στην γενετική και συγκεκριμένα στους νόμους της κληρονομικότητας.
Ακόμα έμαθα για πρώτη μου φορά την έννοια της ράτσας ευτυχώς μόνο για παραγωγικούς – διατροφικούς λόγους. Μου εξήγησε ότι τα κοτόπουλα αυτού του σπιτιού είναι ξεχωριστής ποιότητας και ότι ο κόκοράς του ωραίος, σωματώδης, εύρωστος και ακμαίος, οπότε τα κοτοπουλάκια που θα προκύψουν από τα αυγά τους θα είναι καλλίτερα γιατί θα μοιάζουν στους φυσικούς γονείς τους και όχι στην κακομοίρα την κότα που θα τα κλωσούσε και η οποία ευτυχώς δεν θα καταλάβαινε τίποτα.
Τις ζεστές μέρες τα απογεύματα ήταν πολύ καλλίτερα από τα πρωϊνά. Όταν λίγο έγερνε ο ήλιος προς την δύση του και μάζευε σιγά σιγά από την αυλή τις καυτές ακτίνες του για να τις πάρει μαζί του, η γιαγιά μου άρχιζε το πότισμα με το λάστιχο. Δεν ήταν μικρή δουλειά αυτή. Μπορούσε να της πάρει ώρες.
Σε κάθε ένα από τα πολυάριθμα λουλούδια και δέντρα στεκόταν όρθια κρατώντας την άκρη του λάστιχου και στόχευε με το νερό την διψασμένη ρίζα. Είχε όμως τόσο άφθονο χρόνο και τόσο μεγάλη αγάπη στα φυτά που το πότισμα τους ήταν γι αυτήν η καλλίτερη διασκέδαση. Της ζητούσα και μου παραχωρούσε για κάποια παρτέρια αυτό το προνόμιο. Της το επέστρεφα όμως γρήγορα γιατί δεν είχα ούτε την υπομονή της, ούτε την αντοχή της.
Μερικά απογεύματα με πήγαινε βόλτα στην κεντρική πλατεία του Ηρακλείου. Το κομμάτι της πλατείας, όπως κατεβαίνουμε την οδό Πρασίνου Λόφου αριστερά, ακριβώς μπροστά από τον σταθμό του τρένου, ήταν τότε ένας πολύ ωραίος κήπος, ιδιαίτερα περιποιημένος, με πυκνή βλάστηση από ποικιλίες δέντρων και λουλουδιών.
Για να παραμένει όμως περιποιημένος, ήταν περιφραγμένος και κλειδωμένος και άνοιγε για τους επισκέπτες μόνο ορισμένες ώρες την ημέρα και πάντα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του δημοτικού υπαλλήλου που τον φρόντιζε. Η γιαγιά μου είχε γνωριστεί μαζί του. Ήταν τόσοι λίγοι άλλωστε οι κάτοικοι της περιοχής και ακόμα πιο λίγοι αυτοί που επισκέπτονταν τον δημοτικό κήπο που σίγουρα ο υπάλληλος θα τους ήξερε όλους.
Με την γιαγιά μου βέβαια θα είχε συμπάθεια, λόγω της κοινής αγάπης τους για τα λουλούδια και των κοινών ενδιαφερόντων τους για τα φυτά. Έτσι όποια ώρα και να πηγαίναμε μας ξεκλείδωνε την πόρτα να μπούμε και αυτός εξαφανιζόταν για να συνεχίσει την δουλειά του. Ήταν πραγματικά μαγευτικός ο κήπος και τον έκανε μυστηριώδη στην παιδική μου φαντασία το γεγονός ότι ήμασταν μόνες μας χωμένες και χαμένες σε πράσινο παραμυθένιο δάσος με πολύχρωμα λουλούδια και αιθέριες μυρωδιές. Μεγάλη χαρά ήταν για μένα, να με πηγαίνει τον Μάϊο στην έκθεση ανθέων της Κηφισιάς. Χαιρόμουν και την βόλτα και το ταξίδι με τον ηλεκτρικό και φυσικά κάποια παράξενα και σπάνια λουλούδια που έβλεπα εκεί.
Αργά το απόγευμα μερικές φορές ερχόταν να με πάρει από το σπίτι στο Ηράκλειο ο αδελφός μου ο Στάθης. Σαν επτά χρόνια μεγαλύτερός μου ήταν σχεδόν παλληκαράκι. Η νενέ χαιρόταν ιδιαίτερα που τον έβλεπε γιατί ήταν ακριβοθώρητος. Την αγαπούσε και αυτός όσο όλα μου τα αδέλφια, αλλά συνεπαρμένος από τη ορμή των νιάτων, σπάνια πήγαινε χωρίς λόγο να την επισκεφτεί και ακόμα πιο σπάνια χωρίς τους φίλους του.
Όταν τον έβλεπε χωρίς τους φίλους του έβρισκε την ευκαιρία να τον αγγαρέψει να μεταφέρει στο σπίτι μας φρέσκα αυγά από τις κότες της πριν χάσουν την «φρεσκάδα» τους όπως προσπαθούσε να του πει. Επειδή όμως δεν μιλούσε σωστά τα ελληνικά και τα μιλούσε με τούρκικη προφορά ο διάλογός τους καταγράφηκε σαν ανέκδοτο της εποχής μαζί με άλλους αστείους διαλόγους προσφύγων από τουρκόφωνες περιοχές. Του έλεγε λοιπόν του αδελφού μου:
–Τα πάρεις αυγά μαζί.
-Δεν μπορώ να τα πάρω τώρα – της απαντούσε – Άστα για άλλη φορά.
-Άμα γιατί μπρε; Τι ένεται τώρα ντηλαντή; Μόνη είσαι. Φίλοι μαζί ντεν είναι.
-Ναι μόνος ήρθα, αλλά τώρα βαριέμαι να τα κουβαλάω.
-Αμά τώρα τα πάρεις αυγά ντε. Άμα αργκά ντεν πάει. Τώρα με τα φρέσκατά τους.
Πολύ αργότερα ο Στάθης μεγάλος πια της σύστησε έναν καινούργιο φίλο του:
-Αμά φίλο Σταθάκη μου ε; Και τι σαι τζιέρι μου λεύτερη ή παντρεμένη;
Και σε εκδρομή που έκανε με την Ένωση Σπάρτης στον Ναύπλιο εντυπωσιάστηκε με την στενή, σκοτεινή φυλακή του Κολοκοτρώνη σκαμμένη και χωμένη μέσα σε βράχο του κάστρου και διηγόταν μετά:
-Ω και τι ντεν είνταμεν και που ντεν παέναμεν. Μέχρι το τρύπα του Κολοκοτρώνη.
Όταν μεγάλωσα πήγαινα και εγώ μόνη μου πλέον επίσκεψη στο Ηράκλειο για να δω την γιαγιά μου και να της κάνω παρέα. Είχε αρχίσει δειλά δειλά η ανοικοδόμηση της περιοχής με ωραίες σύγχρονες βίλες ή άλλες απλές μονοκατοικίες. Οι πρώτες πολυκατοικίες στην Πρασίνου Λόφου πρέπει να έγιναν μετά το 1965.
Με γέμιζε λύπηση σε αυτές τις επισκέψεις μου ότι η αγαπημένη μου νενέ λίγο πλέον ρωτούσε να μάθει τα νέα μας. Σίγουρα δεν είχε πάψει να μας αγαπάει. Όμως καθόλου δεν επεδίωκε να συμμετέχω σε συζήτηση. Δεν έδειχνε να ήθελε να κουβεντιάσουμε. Σε όλη την διάρκεια της επίσκεψης μου μιλούσε ακατάπαυστα. Ήταν ένας μονόλογος αφύσικος, σχεδόν άρρωστος, με περιγραφή της στάσιμης και χωρίς ενδιαφέρον καθημερινότητάς της ή άλλων μη άξιων λόγου περιστατικών της απομονωμένης ζωής της.
Καταλάβαινα ότι όλα όσα αράδιαζε δεν τα έλεγε για να τα μάθω, ούτε για να κεντρίσει το ενδιαφέρον μου. Απλά ήθελε να μιλάει για να ακούει η ίδια την φωνή της. Την είχε πειράξει περισσότερο στην ερημιά της η αφωνία της ή η έλλειψη ορατού ακροατή. Ήθελε να αισθάνεται ότι συνδέεται και επικοινωνεί με τον έξω, τον απόμακρο κόσμο. Την είχε κλονίσει τόσο η απομόνωση και η σιωπή της μοναξιάς που ξέδινε με χείμαρρο λόγων για να αισθανθεί ότι υπάρχει, ότι μετέχει, ότι η παρουσία της έχει βάρος και ουσία.
Δεν ήταν όμως μόνο η μοναξιά που την έκανε να αδιαφορεί για τους άλλους και να επικεντρώνεται στον εαυτό της μεγιστοποιώντας ακόμα και τα ασήμαντα που γι αυτήν όμως αποτελούσαν όλο της το είναι. Πιστεύω ότι έφταιγαν τα γεράματα, η αίσθηση ή η αντίληψη ότι «σώνεται τα λαδάκι από το καντηλάκι» και ότι ο χρόνος γι αυτήν μετράει πλέον αντίστροφα. Και επιδείνωνε τον φόβο του θανάτου το ότι ήταν μόνη, χωρίς παραστάσεις, χωρίς ανθρώπινο βουητό να ξεχνιέται. Κάποια στιγμή, ίσως απελπισίας, μου το είπε με μόνο δύο λέξεις:
-Φοβούμαι πετάνω.
Τι ήταν αυτό που εκμυστηρεύτηκε σε ένα κορίτσι μόλις δέκα οκτώ χρονών!!! Μεγάλο λάθος την απόγνωση της δύσης να την μοιράζεσαι με την ελπιδοφόρα ανατολή. Λάθος να ζητάει το «τέλος» παρηγοριά από την «αρχή». Τώρα που με πήραν τα χρόνια καταλαβαίνω τα ατόπημα τόσο το δικό της όσο και της τότε δικής μου απάντησης.
Ό, τι και να πει ένας καινούργιος σε έναν παλιό, όση ειλικρινή συμπόνια και να δείξει, τα λόγια είναι κίβδηλα. Αυτό γιατί οι δύο τους κινούνται σε εντελώς διαφορετικά μήκη κύματος, σε διαφορετικές διαστάσεις του χρόνου. Ο νέος θεωρεί ότι ο χρόνος κυλάει αργά, σταγόνα σταγόνα και ότι το φλασκί της ζωής είναι γεμάτο με νερό. Αντίθετα ο γέρος ξέρει καλά ότι ο χρόνος φεύγει και χάνεται σαν τρεχούμενο νερό και ότι η πηγή της ζωής του στερεύει. Έτσι τότε, με την έπαρση που σου δίνει το συναίσθημα της καλοσύνης και της συμπόνιας για βάσανα και καημούς που δεν σε αγγίζουν, της απάντησα με κάποιες αλήθειες και σωστά επιχειρήματα, που όμως η στατιστική διαψεύδει και καταρρίπτει:
-Να μη φοβάσαι. Που ξέρει κανείς πότε μπορεί να πεθάνει; Και που είσαι μεγάλη τι σημασία έχει; Ο Θεός αποφασίζει πότε θα πεθάνουμε. Μπορεί σε σένα να δώσει πολλά πολλά χρόνια και να πάρει έναν νέο. Εμένα π.χ. Σημασία λοιπόν έχει πόσα χρόνια έχουμε όλοι μπροστά μας όποιας ηλικίας και να είμαστε και όχι πόσα χρόνια έχουμε πίσω μας.
Τα έλεγα και καμάρωνα για την παρηγοριά που νόμιζα ότι της έδινα. Τώρα που είμαι στην θέση της καταλαβαίνω πόσο έπεσαν στο κενό της αδιάψευστης τότε για εκείνη και τώρα για μένα πραγματικότητας. Ό,τι και να συμβεί στους νέους, η εγγύτητα του θανάτου των γέρων είναι δεδομένη και σίγουρη. Πράγματι η Νενέ Ιουλία είχε δίκιο να φοβάται. Πέθανε το 1973 δηλαδή λίγα χρόνια μετά από εκείνη την συζήτηση, ενώ εγώ ζω ακόμα.
Το σπίτι με τον κήπο στο Ηράκλειο έκτοτε εγκαταλείφτηκε και ο κήπος έγινε ζούγκλα απλησίαστη. Ο πατέρας μου ο Λευτέρης πέθανε και αυτός ένα χρόνο αργότερα και μου το άφησε κληρονομιά. Το 1980 το έδωσα αντιπαροχή και έγινε πολυκατοικία. Ζουν τώρα εκεί σε ένα διαμέρισμα τα εγγονάκια μου.
Όποτε πηγαίνω, βλέπω την βρύση, την ίδια που είχε φτιάξει τότε ο πατέρας μου. Η σκαπάνη του εργολάβου ευτυχώς την σεβάστηκε. Ίσως τον συγκίνησε η γραφικότητά της ή – γιατί όχι – η ομορφιά της. Μερικές φορές που με πιάνει νοσταλγία προχωρώ στον ακάλυπτο χώρο στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας και βλέπω την γωνία που ήταν το δωμάτιο της γιαγιάς μου.
Έχει μείνει λίγος ασβέστης στον τοίχο από τότε. Ήταν εκεί που ακουμπούσε ο αργαλειός και το κρεβάτι της. Εκείνο το κρεβάτι που μικρή πάνω του έκλαιγα κάποια βράδια ζητώντας το σπίτι μου. Τώρα το βλέπω νοερά και δακρύζω. Όχι όπως τότε επειδή θέλω την μαμά μου, αν και μου λείπει πολύ. Μου λείπει η απανεμιά της παρουσίας της και το αδιαμφισβήτητο της μητρικής της αγάπης. Τώρα όμως δακρύζω γιατί και ο δικός μου χρόνος έχει φύγει σαν τρεχούμενο νερό και τον μετρώ με τις θύμισες μπας και φτουρήσει.
Όμως οι θύμισες πονάνε. Πονάνε πολύ. Είναι ένας γλυκός πόνος που εξαγνίζει και εξωραΐζει το παρελθόν. Μήπως γι αυτό ξεδιψάω την θλίψη μου με την «βρύση των αναμνήσεων»; Μήπως γι αυτό τα βήματά μου με φέρνουν διαρκώς στο Ηράκλειο;