Πηγή: www.istorima.org / Αφηγητής/τρια: Γρηγοριάδης Γιώργος – Μνήμες του Γιώργου Γρηγοριάδη, του «μοναδικού κομμουνιστή Έλληνα αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού», από τα βασανιστήρια στην Μπουμπουλίνας, στα χρόνια της δικτατορίας.
(Σημείωση zonews.gr – Για να ακούσετε τα ηχητικά κομμάτια από την περιγραφή του Γιώργου Γρηγοριάδη, επισκεφτείτε τη σελίδα από την πηγή της ανάρτησης)
Ο παππούς μου ο Βασίλης Γρηγοριάδης ή αλλιώς «Sir Basil Gregory», ήταν πρόξενος της Αγγλίας στην Ελλάδα. Ήταν Έλληνας βέβαια κι ο ίδιος, Μακεδόνας. Ολόκληρη η Δράμα, σχεδόν όλη η επαρχία της Δράμας, ήταν τσιφλίκι του παππού μου. Μεγάλωσα με βιβλία και με ξένες γλώσσες, με τις νταντάδες μου. Δεν μπορούσα να φάω άμα δεν έλεγα γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά, όταν ήταν να φάω. Κι άμα μεγαλώνεις σε ένα τέτοιο περιβάλλον, βγαίνεις περίεργος αστός…
Δεξιά οικογένεια, συντηρητική οικογένεια. Κι εγώ, μεγαλωμένος σε αυτό το συντηρητικό, άκρως συντηρητικό και δεξιό περιβάλλον, δίνω στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή, για απαλλαγώ από αυτή όλη την οικογένεια, τη μεγαλοαστική. Ήταν πολύ δύσκολη σχολή, δώσαμε τέσσερις χιλιάδες παιδιά και μπήκαμε είκοσι δύο.
Μπήκα στη σχολή κι εκεί, στα είκοσί μου χρόνια, έγινε το μεγάλο πατατράκ: Έβαλα παύλα εκεί που έλεγε «θρήσκευμα». Και βέβαια έγινε σάλος, άθεος σε στρατιωτική σχολή; Το βλέπει, έξαλλος, ο υπεύθυνος της σχολής και με καλεί σε ανάκριση για να με αποτάξουν. Αλλά όταν διαβάστηκαν οι βαθμοί του πανεπιστημίου, είπαν: «Δε γίνεται ρε γαμώτο…». Ήμουν με άριστη επίδοση.
Το 1959 τελείωσα τη σχολή και μπήκα στο Βασιλικό Ναυτικό. Ο μοναδικός ever αξιωματικός των ενόπλων δυνάμεων που ήτανε σε κομμουνιστικό κόμμα. Έλεγα φανερά πράγματα, έλεγα πολύ χοντρά πράγματα, ότι: «Δεν είναι δυνατόν ο κόσμος να ζει μ’ αυτόν τον άθλιο καπιταλισμό, δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε να ζούμε μ’ αυτόν τον τρόπο!» Και βέβαια, έλεγα ότι: «Εγώ είμαι κομμουνιστής, πάρτε το απόφαση».
21 Απριλίου 1967, ήδη από το μεσημέρι μ’ είχαν διώξει, μ’ είχαν αποτάξει. Δε με συλλάβανε όμως και συνέχισα εγώ και δούλευα, παράνομα. Χειρουργούσα, έβριζα, έκανα τα πάντα. Δεν απαρνήθηκα τη ζωή μου ποτέ. Και βέβαια, μεγάλωνα παιδιά, είχε γεννηθεί τότε γιος μου, ο Κλέωνας.
Στη Χούντα κάναμε μια Οργάνωση με το ΚΚΕ Εσωτερικού, λεγόταν τότε Πατριωτικό Μέτωπο, ΠΑ.Μ. Εκεί γνώρισα και τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Στρατή Τσίρκα. Μεταφέραμε υλικό παράνομο από άνθρωπο σε άνθρωπο, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έτσι, αργά ή γρήγορα, με συνέλαβαν.
Με συνέλαβαν και με πετάξανε στη Μπουμπουλίνας. Με πηγαίναν από κελί σε κελί, με παίρνανε από δωμάτιο σε δωμάτιο κι έλεγαν: «Τον ξέρεις αυτόν;» «Όχι». «Τον ξέρεις αυτόν;» Έλεγα: «Όχι». Έλεγα ότι δεν τους ξέρω για να μην τους κάψω, όποιον και να μου δείχνανε.
Τους έλεγα: «Δεν πρόκειται να σας πω τίποτα. Έχω πεθάνει χτες. Βασανίζετε ένα πτώμα. Έχω πεθάνει χτες». Ξυπνούσα, λοιπόν, στο νοσοκομείο κι άνοιγαν τα μάτια μου κι ανάμεσα απ’ τα πρησμένα μου βλέφαρα, έβλεπα φως. Και μόλις έβλεπα φως, γελούσα. Αυθόρμητα. Είχα επιβιώσει πάλι κι αυθόρμητα, γελούσα. Οπότε οι βασανιστές μου, γινόταν θηρία. «Θα πεθάνεις ρε πούστη!» κι έπεφταν απάνω μου, ακόμη και μες στο νοσοκομείο. Κάθε φορά που μου έλεγαν «θα πεθάνεις», έλεγα: «Ωραία, θα γυρίσω στο σύμπαν. Και δε θα ‘χω ανάγκη κανέναν κερατά από εσάς όλους!»
Γελαστούλης εγώ, μόλις έβλεπα φως. Έλεγα: «Την έκανα και τώρα. Τους την έκανα και τώρα». Ήμουν άφοβος. Γεννημένος άτρομος. Χωρίς τη δυνατότητα του φόβου, δεν τρομάζω με τίποτα. Από μωρό παιδί, δεν τρόμαζα.
Για όνομα του Θεού, γνώρισα ανθρώπους που πέθαναν. Πέθαναν απ’ τα βασανιστήρια. Συνάντησα τρεις τέτοιους ανθρώπους. Κι έχουν τραβήξει άνθρωποι… Ντρεπόμουν να πω για τα βασανιστήρια, γιατί μου φαινότανε αστείο να πω εγώ για βασανιστήρια όταν εμένα δε μου είχαν βγάλει νύχια, δε μου είχανε ξεριζώσει κόκαλα. Το είχαν κάνει σε άλλους. Δε μου είχαν κάνει ούτε καν εικονική εκτέλεση, που σε στήνουν στο τοίχο και νομίζεις ότι σε εκτελούν, ενώ είναι άσφαιρα. Οπότε ντρεπόμουν να πω ότι εγώ βασανίστηκα.
Από τη Μπουμπουλίνας βρέθηκα στον Κορυδαλλό, στην πτέρυγα Α, «της Αριστεράς». Ήμασταν όλοι του ΚΚΕ Εσωτερικού κι εφτά ή οχτώ του ΚΚΕ εκεί. Δε βλέπαμε τους συγγενείς μας παρά μέσα από δικτυωτά, για να μην μπορούμε να ανταλλάξουμε σημειώματα ή τίποτα παράνομο. Αλλά ειδικά για τα παιδιά κάτω των δέκα ετών, όπως ο γιος μου, ο Κλέωνας, επιτρέπονταν να μας βλέπουν από κοντά.
Οπότε ερχόταν ο Κλέωνας, με αγκάλιαζε, με φιλούσε και μου έλεγε: «Μπαμπάκα, στο αριστερό μου μπατζάκι !» Κι έτσι μετέφερε τα σημειώματα, αφηγήσεις βασανιστηρίων που χωρούσαν σε ένα τσιγαρόχαρτο, δύο επί πέντε. Ξύναμε τα μολύβια μας πάρα πολύ και γράφαμε ένα ολόκληρο κατεβατό μέσα σε ένα τσιγαρόχαρτο για να το πάρει το «βαποράκι», ο Κλέωνας. Το γλυκύτατο «βαποράκι», ο Κλέωνας! Και τα σημειώματά μας έφτασαν μέχρι το Συμβούλιο της Ευρώπης, όπου τα διάβασαν, βέβαια, φρίξανε και μας έβγαλαν επιτόπου.
Η δίκη μας έγινε το 1973. Ήρθε πάρα πολύς κόσμος, δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο, oι μεγάλες εφημερίδες έστειλαν αντιπροσώπους να δουν τι γίνεται μ’ αυτούς τους ευρωκομμουνιστές. Πρώτη φορά δικάζονταν ευρωκομμουνιστές.
Δικαζόμασταν για παράβαση του Νόμου 509, δηλαδή, ότι θέλαμε να ανατρέψουμε το αστικό καθεστώς. Αλλά δεν ήταν αλήθεια, δε θέλαμε να ανατρέψουμε το αστικό καθεστώς! Με ρώτησε εμένα η έδρα: «Δηλαδή, τι λέτε; Θέλετε να φέρουμε τον βασιλιά;» Λέω: «Γιατί όχι; Άμα τον θέλει ο λαός μας, γιατί να μην τον φέρουμε τον βασιλιά;» Έμειναν ξεροί οι στρατοδίκες. «Δε μας νοιάζει καθόλου. Αν τον ψηφίσει ο λαός μας, δεν έχουμε καμιά αντίρρηση να είναι ο βασιλιάς. Μας νοιάζει να φύγει η Χούντα. Μας νοιάζει να έχουμε μια δημοκρατική διοίκηση. Να έχουμε δημοκρατικό σύνταγμα, δημοκρατικές αρχές. Μας νοιάζει η Δημοκρατία, το καταλάβατε;» Πού να το καταλάβουν.
Ήρθε ο Κονοφάος, ο μεγάλος Κονοφάος, ήρθε μάρτυρας υπεράσπισης. Με το που μπαίνει ο Κονοφάος στο στρατοδικείο, του λένε: «Τι επαγγέλλεστε;» «Απότακτος του Βασιλικού Ναυτικού». Λέει ο πρόεδρος: «Του Πολεμικού Ναυτικού». Λέει ο Κονοφάος πάλι: «Του Βασιλικού Ναυτικού». «Το ίδιο κάνει», λέει ο πρόεδρος. «Αν έκανε το ίδιο, δε θα ήμουν απότακτος!» λέει ο Κονοφάος.
«Και τι δουλειά έχετε σε δίκη κομμουνιστών;» «Δε νοιάζομαι για τους κομμουνιστές. Εδώ διώκεται ένας αξιωματικός μου, τον οποίο θέλω να υπερασπίσω. Το ξέρω προσωπικά. Ξέρω τι ακριβώς είναι, ξέρω τη ποιότητα και τις ιδιότητές του και θέλω να υπερασπίσω τον αξιωματικό μου που διώκεται, κατά τη γνώμη μου, παρανόμως». Έτσι είπε, ο μέγας Κονοφάος. «Ήρθα να υπερασπίσω τον αξιωματικό μου». Ήρθαν κι άλλοι μάρτυρες, πολλοί μάρτυρες υπεράσπισης, που δεν τους περίμενε κανείς: Η Ξένια Καλογεροπούλου, ο Πεσμαζόγλου ο τραπεζίτης… περίεργοι μάρτυρες, περίεργη δίκη.
Η απόφαση βγήκε αθωωτική. Ήταν δύσκολο να μας καταδικάσουν, φαινόταν καθαρά ότι τα πράγματα πήγαιναν για να λήξει αυτή η ιστορία, η Χούντα. Όλοι φοβόταν πια, ακόμα κι οι στρατοδίκες. Φοβόταν το δικαστήριο. Σου λέει: «Αυτή η ιστορία θα τελειώσει κάποτε και θα δώσουμε λόγο, κάποια στιγμή».
Στη Μεταπολίτευση, εκλέγομαι αντιπρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου της Αθήνας και Δήμαρχος Ηρακλείου Αττικής με τον κόσμο να με ψηφίζει μαζικά. Ήμουν ο Γρηγοριάδης, ο λατρεμένος τους, ο βασανισμένος γιατρός που έβλεπε δωρεάν τους ανθρώπους και τους χειρουργούσε δωρεάν. Ήμουν ο γιατρός τους και μ’ αγαπούσε ο κόσμος γι’ αυτό που ήμουνα.
Στη δίκη των βασανιστών, θυμάμαι, με κάλεσαν να καταθέσω ως μάρτυρας κατηγορίας και περνάω δίπλα απ’ τον Μάλλιο και τον Μπάμπαλη, που ήταν οι βασανιστές μου στη Μπουμπουλίνας. Όταν πέρναγα, λοιπόν, από δίπλα τους, βλέπω πως φυλάγονταν.Play «Γιατί φυλάγεσαι», του λέω, «κύριε Μπάμπαλη; Eμείς δεμένους ανθρώπους, δε χτυπάμε».
Απ’ το ξύλο έχουν μείνει εδώ στο κεφάλι μου οι ουλές, απ’ τα ηλεκτροσοκ και το ξύλο. Περνώντας όλα αυτά, γίνεσαι αλλιώτικος. Παραμένεις επιθετικός, βλάσφημος, διάφορα που έχω. Αλλά δε χάνεις και τίποτα από τον εαυτό σου. Μένεις ο αθώος, αυτός που ήσουνα πάντα.