Η Ιωνιώτισσα συγγραφέας Βούλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου δημοσιεύει στο zonews.gr ένα ακόμη διήγημά της, από το κεφάλαιο «Νοικάρηδες δωματίων», του βιβλίου της «Ριπές ανέμου». Ακολουθεί μία εισαγωγή από την ίδια και στη συνέχεια το διήγημά.
Εισαγωγή: Ο Μικρασιάτης πρόσφυγας πατέρας μου, την δεκαετία του 1950, προκειμένου να ζήσει την εξαμελή οικογένειά του, έφτιαχνε, στην Νέα Ιωνία, ανεξάρτητα δωμάτια, με κουζινούλα και αποχωρητήριο, τα οποία νοίκιαζε κυρίως σε φτωχούς επαρχιώτες που κατέφθαναν στην προσφυγούπολη για να δουλέψουν. Πόλος έλξης ήταν η τότε βιομηχανική άνθιση της Νέας Ιωνίας, που τους έδινε ελπίδες για καλύτερη ζωή. Ο Χατζηδιαμαντής ήταν ένας από τους νοικάρηδες, αλλά αυτόν δεν τον έφερε από μακριά στο δωμάτιο η ανάγκη για δουλειά. Τον έφερε η ανάγκη για φτηνό νοίκι.
Βούλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου, Συγγραφέας, χημικός Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο Χατζηδιαμαντής
Μία φιλοσοφική άποψη λέει ότι σκοπός της ζωής είναι να πεθάνεις νέος όσο πιο αργά γίνεται. Ο Χατζηδιαμαντής αυτό θεωρητικά το πέτυχε αλλά από υπερβολική δόση αισιοδοξίας και όχι στοχασμού. Πέθανε σχεδόν εκατό ετών και μέχρι το τέλος του πίστευε ότι έχει μπροστά του πολύ μέλλον και ότι από μέρα σε μέρα θα ευοδωθούν όλα του τα όνειρα.
Ήταν κοσμοπολίτης, γόνος πλούσιας και αριστοκρατικής οικογένειας η οποία είχε πολύ μεγάλο και καλό όνομα στην Ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου.
Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε και ο ίδιος. Έζησε μία επιπόλαια και άσωτη ζωή με γλέντια, ταξίδια και γυναίκες. Σπατάλησε έτσι τα νιάτα του και την περιουσία του. Η ηλικία των εβδομήντα και…. ετών τον βρήκε φτωχό, ανύπαντρο, χωρίς στενούς συγγενείς και με λίγα συντάξιμα χρόνια από εργασία του σε αποθήκη βάμβακος της Αιγύπτου.
Τότε ήταν που -ίσως και από τις καταχρήσεις- διαγνώστηκε με φυματίωση. Η προσφορότερη λύση γι’ αυτόν, στην κατάσταση της υγείας του και των οικονομικών του, ήταν να εγκαταλείψει για πάντα την Αίγυπτο και να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα.
Το πρώτο που έκανε στην Ελλάδα ήταν να εξασφαλίσει από το ΙΚΑ μία μικρή σύνταξη και το δεύτερο να νοικιάσει ένα φτηνό δωμάτιο για να εγκατασταθεί ο ίδιος με την εκτός τόπου και χρόνου εξ Αιγύπτου γκαρνταρόμπα του αποτελούμενη από ακριβά και νεανικά ρούχα που είχε από τότε που ήταν πλούσιος και νέος.
Και την μεν ιδιότητα του πλούσιου ήξερε πολύ καλά ότι την είχε χάσει, γι’ αυτό και εξελίχθηκε σε παθολογικό τσιγκούνη που υπολόγιζε και την δεκάρα, αλλά την ιδιότητα του νέου αρνιόταν να την απαρνηθεί.
Τα νεανικά του ρούχα της αιγυπτιακής γκαρνταρόμπας φορούσε καθημερινά με καμάρι μέχρι και τον θάνατό του. Πάντα υπεραισιόδοξος και ονειροπόλος, έλεγε σε όλους ότι είναι αρκετά νέος για να κάνει μία καινούργια αρχή στη ζωή του.
Ντυμένος λοιπόν σαν λιμοκοντόρος, με ανοιχτόχρωμο κουστούμι, ριγέ πουκάμισο και ωραίο ψάθινο καπέλο, μας κτύπησε ένα απόγευμα την πόρτα:
-Γειά σας. Ενδιαφέρομαι για το σπίτι που νοικιάζετε. Αυτό στον πάνω όροφο στο τέλος της σκάλας του ακινήτου σας με τα νοικιαζόμενα δωμάτια.
Η περίεργη εμφάνισή του μας προκάλεσε έκπληξη, σίγουρα όχι δυσάρεστη. Κάτι μεταξύ θυμηδίας και προβληματισμού. Βλέπαμε μπροστά μας έναν ηλικιωμένο με αλλόκοτα ρούχα, πολύ ψηλό και πολύ αδύνατο, με λευκό ρυτιδιασμένο δέρμα, λεπτά χείλη και μικρά μάτια που έκαναν την λίγο μεγάλη μύτη το πιο αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό του προσώπου κάτω από το καπέλο.
Το ντύσιμό του δεν ταίριαζε ούτε στην ώρα, ούτε στην φτωχική περιοχή της προσφυγούπολης και φυσικά ούτε στην προχωρημένη του ηλικία. Πάντως τίποτα από όλα αυτά δεν μπορούσε να κάνει τον πατέρα μου να αρνηθεί να δώσει το δωμάτιο. Κάθε άλλο μάλιστα αφού ο ενδιαφερόμενος απέπνεε άνεση, σιγουριά και αέρα καλοπερασμένου. Μόνο λίγες διερευνητικές ερωτήσεις χρειάζονταν πριν να δώσουν τα χέρια.
-Εργάζεστε ακόμα;
-Όχι. Είμαι συνταξιούχος του ΙΚΑ.
-Πόσα άτομα θα μένετε μέσα; Θα είσαστε με την γυναίκα σας;
-Ποια γυναίκα μου. Δεν έχω γυναίκα. Λεύτερο παλληκάρι είμαι.
Το τελευταίο το είπε με απόλυτη σοβαρότητα γι’ αυτό και ο πατέρας μου αντιπαρήλθε την λέξη «παλληκάρι» χωρίς να χαμογελάσει και συνέχισε:
-Α δεν θελήσατε να παντρευτείτε. Καλά κάνατε. Δεν υποφέρονται οι γυναίκες. Δεν θα τις αντέχατε φαίνεται.
-Όχι βέβαια. Κάθε άλλο. Μ’ αρέσουν πολύ οι γυναίκες. Έχω γνωρίσει στην ζωή μου ου ου ου ένα σωρό, αλλά δεν βρήκα ακόμα την κατάλληλη. Που θα πάει όμως, θα την βρω και θα παντρευτώ. Τώρα που ήρθα στην Ελλάδα μπορεί να είναι πιο εύκολο. Είμαι από την Αίγυπτο ξέρετε.
-Α, για να έρθετε εδώ σίγουρα θα έχετε συγγενείς και φίλους.
-Μπα, κανέναν. Κάτι μακρινά ανίψια έχω, αλλά δεν τα βλέπω. Φίλοι υπάρχουν οικογενειακοί, από τότε που ζούσαν οι γονείς μου. Με αγαπούσαν, γιατί εκτιμούσαν πολύ τους γονείς μου, αλλά δεν θέλω να τους ενοχλώ και έτσι δεν τους βλέπω και αυτούς. Πάω μόνο μερικές φορές και πίνω καφέ στην δισκογραφική εταιρία «Κολούμπια» στο γραφείο ενός οικογενειακού μας φίλου που είναι εκεί διευθυντικό στέλεχος.
Οι δοσοληψίες μας με τον Χατζηδιαμαντή ήταν μόνο οικονομικές στα πλαίσια του συμβολαίου ενοικίασης όπως π.χ. να εισπράττουμε το ενοίκιο ή το ποσόν που του αναλογούσε από την εκκένωση του βόθρου ή να του πληρώνουμε εμείς κάποιες φθορές του σπιτιού που επιβαρύνουν τον ιδιοκτήτη.
Σαν μοσχαναθρεμμένο πρώην πλουσιόπαιδο είχε παραξενιές και απαιτήσεις, που τον έφερναν κατά διαστήματα και πάντα κουστουμαρισμένο μέχρι την πόρτα μας, αλλά όλα τα διευθετούσε η καλή πρόθεση εκ μέρους μας και η καλή συνεννόηση μεταξύ και των δύο πλευρών.
Όταν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα ή κάποια δυσκολία στην καθημερινότητά του μπορεί να τον έπιανε στην αρχή πανικός που τον εκδήλωνε με υστερίες, όπως κάνουν συνήθως οι καλομαθημένοι ή κακομαθημένοι, όμως δεν ήταν καθόλου κακός ή κακοπροαίρετος.
Το μεγάλο του πρόβλημα ήταν ότι είχε μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον αποστειρωμένο από δυσκολίες της ζωής και από αγώνες επιβίωσης. Οι γονείς του πρέπει να τον λάτρευαν και να του παρείχαν τα πάντα. Έτσι στα πρώτα του χρόνια δεν κατάλαβε τις απαιτήσεις της ζωής και δεν διδάχθηκε ότι για την επιβίωση είναι απαραίτητο να αναπτύξει και να καλλιεργήσει τις ικανότητες και δυνατότητές του.
Αντίθετα πίστεψε ότι η Γη είναι ένας παράδεισος και ο ίδιος ο ομφαλός της. Αποτέλεσμα ήταν να γίνει ανώριμος και ανεύθυνος. Γι’ αυτό και κατασπατάλησε την περιουσία τους και γι’ αυτό δεν συνειδητοποιούσε πλήρως την κατάσταση που είχε περιέλθει πλέον όταν εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα.
Παρά την ελαχιστότατη σύνταξη, το απλοϊκό του δωμάτιο, την φτωχική περιοχή που ήρθε για να ζήσει, ήταν πάντα ζωηρός και χαρούμενος, πάντα νεάνιζε, πάντα ονειρευόταν και πάντα αισιοδοξούσε ότι που θα πάει θα έρθουν οι καλές μέρες, ότι με το ίδιο ραβδάκι που τον άγγιξε η καλή του νεράιδα στην γέννησή του θα του ικανοποιήσει τώρα όλες του τις επιθυμίες.
Κάποια φορά που μας επισκέφθηκε πρωί πρωί και μάλιστα αρκετά χρόνια μετά την εγκατάστασή του στο δωμάτιο, ήταν τόσο πολύ η στιλιστική του επιλογή αλλοπρόσαλλη, που ήταν αδύνατον να κάνουμε ότι δεν το προσέξαμε. Φορούσε ένα σχεδόν αμεταχείριστο κατάλευκο αεράτο κουστούμι που τότε μόνο γαμπροί στην εκκλησία πήγαιναν ντυμένοι έτσι:
-Πω πω τι ωραίο κοστούμι είναι αυτό κύριε Χατζηδιαμαντή. Με γεια.
-Δεν το αγόρασα τώρα. Ήταν στα πράγματά μου. Το έχω φέρει και αυτό από την Αίγυπτο, αλλά δεν το φορούσα. Έ, έλεγα να το βάλω στις χαρές μου. Προχτές έψαχνα στο μπαούλο και το είδα. Σκέφτηκα λοιπόν κρίμα να το ‘χω και να κάθεται. Αν δεν το φορέσω τώρα που είμαι νέος ακόμα, πότε θα το βάλω; Όταν γεράσω θα το βάλω;
Και θα ήταν τότε πάνω από ογδόντα. Πάντως είχε δίκιο στο ότι πρόλαβε και το φόρεσε, γιατί λίγο καιρό μετά άρχισε η κατρακύλα των άγριων γηρατιών. Η αστάθεια έκανε τις πρώτες της εμφανίσεις. Δεν τον κρατούσαν τα πόδια του και έπεφτε στο πάτωμα μέσα στο μοναχικό του δωμάτιο. Σηκωνόταν μόνος βέβαια, αλλά αυτά τα πεσίματα είχαν κινδύνους.
Ο πατέρας μου τότε ήταν σε χειρότερη κατάσταση μετά από ένα εγκεφαλικό που του άφησε ημιπληγία και η μητέρα μου είχε αφιερώσει όλο της τον χρόνο στην φροντίδα του άντρα της.
Έτσι τον Χατζηδιαμαντή ανέλαβε να βοηθήσει για ανθρωπιστικούς λόγους, η αδελφή μου η Ανθούλα, παρακινούμενη και συγκινημένη από τα λόγια του φίλου του και παράγοντα της «Κολούμπια», που τον είδε μια μέρα να περιμένει στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι του νοικάρη μας:
-Περιμένετε κάτι; Ψάχνετε τον κύριο Χατζηδιαμαντή;
-Μέσα στο δωμάτιό του είναι ο Χατζηδιαμαντής και εγώ περιμένω το ασθενοφόρο να τον πάρει. Πάλι έπεσε. Τι θα κάνω με αυτόν τον άνθρωπο; Δεν έχω καθόλου χρόνο να ασχοληθώ. Με περιμένουν ένα σωρό άτομα στο γραφείο μου και ένα σωρό υποχρεώσεις. Δεν έχω καθήκον να τον συντρέχω, δεν μου είναι τίποτα, αλλά τον λυπάμαι πολύ γιατί είναι γέρος και ανήμπορος και εντελώς μόνος στη ζωή. Θλίβομαι για την κατάντια του. Έχει σπουδαία καταγωγή ξέρετε. Είχε δύο εξαίρετους γονείς. Κρίμα, πολύ κρίμα να πεθάνει αβοήθητος.
Το ασθενοφόρο τον πήγε σε ένα Δημόσιο Νοσοκομείο από το οποίο βγήκε σε λίγες μέρες και επέστρεψε σπίτι του. Εκεί τον επισκέφθηκε η Ανθούλα:
-Κε Χατζηδιαμαντή – του είπε – θα έρχομαι να σας βλέπω για να ρωτώ τι κάνετε και αν κάτι χρειάζεστε, αλλά πρέπει να μου δώσετε αν έχετε ονόματα και τηλέφωνα συγγενών και φίλων σας να τους ενημερώσω για την κατάστασή σας. Γνώρισα τυχαία τις προάλλες τον φίλο σας που δουλεύει στην «Κολούμπια», αλλά αυτός δεν έχει χρόνο να σας διαθέτει.
-Δεν έχω τίποτα σοβαρό. Μια ατονία αισθάνομαι αλλά θα μου περάσει. Μου έχουν δώσει και φάρμακα
-Ναι αλλά πέφτοντας μπορεί να κτυπήσετε. Πρέπει να ξέρουν οι άνθρωποι, αλλά και εγώ πρέπει να συνεννοηθώ μαζί τους για το τι να κάνω αν, ο μη γένοιτο, κάτι κακό πάθετε.
Της έδωσε όσα στοιχεία διέθετε. Τα ανίψια του έδειξαν από την πρώτη στιγμή απόλυτη αδιαφορία. Κάποιοι φίλοι, όλοι σημαίνοντα πρόσωπα, δεν βρέθηκαν, είτε γιατί είχαν πεθάνει, είτε γιατί είχαν χαθεί τα ίχνη τους.
Ανταποκρίθηκε αμέσως όμως η οικογένεια του γιατρού Χαροκόπου. Η κόρη του γιατρού και σύζυγος επίσης γιατρού, μόλις πληροφορήθηκε τηλεφωνικά την οικονομική κατάσταση και την κατάσταση της υγείας του Χατζηδιαμαντή έδειξε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον:
-Πόσο λυπάμαι για όλα αυτά που ακούω για τον κύριο Χατζηδιαμαντή -είπε στην Ανθούλα- Ξέρετε ότι προέρχεται από πολύ καλή οικογένεια. Οι γονείς του ήταν πολύ αξιόλογοι άνθρωποι, πολύ καλοί, με ανθρωπιά και ευγένεια. Έχαιραν εκτίμησης από όλη την ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας. Ο πατέρας μου ήταν φίλος τους. Τους αγαπούσε πάρα πολύ. Μας μιλούσε με τα καλλίτερα λόγια γι’ αυτούς. Και τώρα ο γιος αυτών των ανθρώπων να αντιμετωπίζει τέτοια προβλήματα. Πολύ κρίμα. Πέστε μου την διεύθυνσή του να ‘ρθω να τον δω.
Έτσι άρχισε να τον επισκέπτεται κάθε Πέμπτη και να του φέρνει φαγητό και άλλα είδη ανάγκης.
Η φυσική του κατάσταση όμως χειροτέρευε ταχύτατα, αφού ήταν ήδη προχωρημένα τα ενενήντα του χρόνια. Σύντομα περιήλθε σε πλήρη αδυναμία. Δεν γινόταν πλέον να μένει μόνος στο δωμάτιο. Έπρεπε κάποιος να είναι δίπλα του συνεχώς να τον βοηθάει. Ο ίδιος, χωρίς να συνειδητοποιεί εντελώς το πρόβλημα, παραπονέθηκε μια μέρα στην αδελφή μου.
-Άστα Ανθή μου. Σήμερα που έπεσα πάλι, τρόμαξα να σηκωθώ. Ούτε τα πόδια μου με κρατάνε, ούτε δύναμη στα χέρια έχω. Τι να μου συμβαίνει άραγε; Τι να έχω;
Θα ήταν ολέθριο λάθος της Ανθούλας να του πει ότι έχει γεράματα. Ο ίδιος δεν θα το παραδεχόταν και σίγουρα θα πληγωνόταν:
-Κε Χατζηδιαμαντή δεν είμαι γιατρός για να ξέρω. Αυτό όμως που ξέρω είναι ότι χρειάζεσαι περίθαλψη και φροντίδα. Κάποια μέρα μπορεί να μην μπορέσεις να ξανασηκωθείς και τότε τι θα κάνεις μόνος στο πάτωμα; Εδώ απέναντι στην Λεωφόρο Ηρακλείου είναι η ιδιωτική κλινική του Ζωγράφου η «Αγία Λαύρα». Ο κος Ζωγράφος είναι καλός γιατρός και θα σου βρει τι έχεις και οι νοσοκόμες θα σε φροντίσουν. Εγώ θα έρχομαι συχνά να σε βλέπω.
-Ναι ναι . Καλή μου κοπέλα. Πήγαινέ με εκεί σε παρακαλώ. Να γίνω καλά και να ξαναγυρίσω γερός και δυνατός.
Ο κλινικάρχης τον δέχθηκε ευχαρίστως, αλλά πιο ευχάριστα τον δέχθηκαν οι νοσοκόμες, αφού αμέσως έδειξε στα νέα κορίτσια τον θαυμασμό του για το ωραίο φύλλο και το πόσο τζέντελμαν ήταν μαζί τους.
Ακόμα πιο ευχάριστα τον δέχθηκαν οι υπόλοιποι ασθενείς και οι επισκέπτες τους, μόλις κατάλαβαν ότι το νιοφερμένο ραμολιμέντο, όχι μόνο νεάζει, αλλά ψάχνει και για νύφη. Άρχισαν όλοι μαζί να τον περιτριγυρίζουν και να του μιλούν για γυναίκες, τα δε προξενιά έπεφταν βροχή.
Κάθε φορά που πήγαινε για να τον δει η Ανθούλα η ατμόσφαιρα μόνο νοσοκομείο δεν θύμιζε. Όλοι είχαν γίνει μία παρέα γύρω του και αυτός ήταν πανευτυχής από την περιποίηση, την συντροφιά και τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» με τα οποία τον επιβεβαίωναν ότι ως νέος και ωραίος οσονούπω του ανοίγεται εξαιρετική τύχη για γάμο με μία κοπέλα από το προσωπικό ή από τις επισκέπτριες.
Οι υποψήφιες νύφες ήταν όλες μιλημένες να μην αποκλείουν έναν ενδεχόμενο γάμο μαζί του και επομένως έπρεπε δήθεν ο ίδιος να αποφασίσει ποια τελικά θα παντρευτεί. Ούτε στιγμή δεν του περνούσε από το μυαλό ότι όλα ήταν ψέματα, ήταν χωρατά για να γελάσουν, ότι πρωταγωνιστούσε σε μία θεατρική παράσταση, σε μία κωμωδία που έφερνε πολύ γέλιο. Ήταν μια νότα χαράς ανάμεσα στον πονεμένο κόσμο του νοσοκομείου.
Πάντα σαν αντίδραση και σαν ανακούφιση στον πόνο, στην κακοτυχιά, στις δύσκολες και δυσάρεστες καταστάσεις οι άνθρωποι αποζητούν το ακράτητο γέλιο, το έντονο γέλιο μέχρι δακρύων για να μη κλαίνε αλλιώς, για να εκτονώνονται, για να παίρνουν δύναμη.
Έτσι έγινε ο Χατζηδιαμαντής ιδιαίτερα δημοφιλής και αγαπητός και όλοι ήταν ευχαριστημένοι με περισσότερο από όλους τον ίδιο.
Όσο περνούσε όμως ο καιρός, δύο άνθρωποι άρχισαν να χάνουν την καλή τους διάθεση. Ο ένας ήταν ο ιδιοκτήτης της κλινικής ο Ζωγράφος και ο δεύτερος ο επόπτης του ΙΚΑ. Ο ίδιος ο Ζωγράφος φώναξε στο γραφείο του μια μέρα την Ανθούλα και της είπε:
-Λυπάμαι πάρα πολύ αλλά πρέπει να πάρεις τον παππού από εδώ. Πρέπει να μας αδειάσει το κρεβάτι. Η κλινική του εικόνα είναι πολύ καλή. Του έχουν γίνει οι απαραίτητες εξετάσεις και του δίνεται η κατάλληλη αγωγή. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Φυσικά και θα αισθάνεται αδύναμος και ίσως να μη τον κρατούν τα πόδια του, αλλά από γεράματα. Δεν έχει πάθηση που να δικαιολογεί άλλες εξετάσεις και περίθαλψη. Ο επόπτης του ΙΚΑ είναι απόλυτος, δεν θα εγκρίνει άλλη παράταση.
-Σας παρακαλώ Γιατρέ κρατήστε τον λίγο ακόμα. Είναι κρίμα, το ξέρετε ότι δεν έχει κανέναν συγγενή, ούτε την οικονομική δυνατότατα να πληρώσει για να τον φροντίζουν.
-Τα ξέρουμε όλα αυτά. Εγώ θα τον κρατούσα, αλλά ο επόπτης επιμένει. Τον λυπάται και εκείνος αλλά έχει εξαντλήσει μου λέει την κατανόησή του και την ανοχή του και ότι θα βρει κανέναν μπελά.
-Πέστε το του τουλάχιστον εσείς ή ό επόπτης. Είναι δύσκολο για μένα, αφήστε που δεν θα με πιστέψει κιόλας. Θέλει να πιστεύει μόνο ό, τι του αρέσει.
-Του το έχουμε πει. Του εξηγούμε ότι δεν γίνεται άλλο, αλλά αρνείται να το πάρει απόφαση. Γι’ αυτό πρέπει να του το εξηγήσεις εσύ. Πώς να τον βγάλουμε έξω, σηκωτό;
Η Ανθούλα του το εξήγησε. Οι αντιδράσεις του ήταν μικρού παιδιού που στυλώνει τα πόδια:
-Γιατί να φύγω. Δεν φεύγω. Έγινα καλά; Δεν έγινα. Τα πόδια μου είναι ακόμα αδύναμα. Να με κάνουν καλά πρώτα.
-Κε Χατζηδιαμαντή και εγώ είμαι σε δύσκολη θέση. Καταλαβαίνω ότι δεν μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι σου, αλλά και εδώ δεν μπορείς να μείνεις άλλο. Σε διώχνουν.
Το «σε διώχνουν» τον έφερε σε απόγνωση. Ξέσπασε σε υστερισμούς και συνέχισε με θρήνους και μοιρολόγια:
-Και που να πάω; Που θα βρω καλλίτερα. Εδώ βρήκα συντροφιά, βρήκα παρέα, όλοι με αγαπούν. Φροντίζουν για το καλό μου. Θα με βοηθήσουν να τακτοποιηθώ οικογενειακά, να φτιάξω την ζωή μου με μια κοπέλα και τότε θα φύγω.
Παρά όμως την αισιοδοξία του είχε συνειδητοποιήσει ότι η απόφαση ήταν αμετάκλητη και αυτό τον έκανε συνεχώς να χάνει την ψυχραιμία του. Λίγες μέρες μετά ο κλινικάρχης ξανακάλεσε την Ανθούλα στο γραφείο του:
-Η κατάσταση είναι τραγική. Κάνε κάτι να τον πάρεις από εδώ. Μόλις του λέω να φύγει πιάνει τα μαλλιά του και τα τραβάει από απελπισία. Τα τραβάει δυνατά και φωνάζει. Είναι να σου καίγεται η καρδιά, αλλά δεν μπορώ να τον κρατήσω άλλο. Ο επόπτης δεν εγκρίνει άλλη παραμονή. Πρέπει να βάλω άλλον ασθενή στο κρεβάτι. Θα βρω τον μπελά μου. Εδώ είναι χειρουργική κλινική. Καταλαβαίνω ότι δεν μπορείς να τον πας αλλού. Αυτός δεν έχει κάτι που να δικαιολογεί νοσοκομείο. Γεράματα έχει. Θα σου έλεγα να πάει σε γηροκομείο αλλά η σύνταξή του δεν φτάνει. Υπάρχει βέβαια το δημόσιο γηροκομείο αλλά εκεί δεν έχουν θέσεις από όσο ξέρω. Μόνο με γνωριμίες μπορεί να πάει κανείς.
Την προοπτική του δημόσιου γηροκομείου συζήτησε η Ανθούλα με τον Χατζηδιαμαντή:
-Αν μπορούσες να πας εκεί θα έβλεπες ότι θα ήταν πολύ καλλίτερα από εδώ. Είναι ένα ωραίο κτήριο με μεγάλο κήπο σε πολύ καλή περιοχή. Όμως χρειάζεται μέσον. Εσύ είχες οικογενειακούς φίλους σημαίνοντα πρόσωπα. Δεν θυμάσαι κανέναν που να είναι σε Υπουργεία ή άλλες Υπηρεσίες;
-Έχω χαθεί από όλους. Δεν θέλω να τους ενοχλώ. Σου είπα ότι δεν είναι δικοί μου φίλοι. Τους γονείς μου ήξεραν. Ένας από αυτούς, ένας πολύ καλός κύριος, που με είχε βοηθήσει τότε που ήρθα στην Ελλάδα να βγάλω σύνταξη, τώρα δεν ξέρω αν είναι ακόμα στο ΙΚΑ, δεν ξέρω καν που βρίσκεται. Μόνο το όνομά του θυμάμαι. Δεν έχω ούτε διεύθυνση ούτε τηλέφωνο.
-Δώσε μου το όνομά του και θα ψάξω εγώ. Θα πάω στο ΙΚΑ και θα τους ρωτήσω.
Ο εντοπισμός αυτού του προσώπου ήταν πανεύκολος. Όλοι τον γνώριζαν γιατί είχε γίνει διοικητής του ΙΚΑ. Δέχθηκε στο γραφείο του ευχαρίστως την Ανθούλα όταν άκουσε ότι ήρθε εκ μέρους του Χατζηδιαμαντή:
-Ζει λοιπόν ακόμα; Αυτός πρέπει να κοντεύει τα 100. Θα τον βοηθήσω γιατί τον λυπάμαι πολύ. Ήταν αρχοντόπουλο στην Αλεξάνδρεια. Το καλομαθημένο παιδί δύο εξαίρετων ανθρώπων. Δυστυχώς παρέμεινε παιδί. Θα πάρω τηλέφωνο στο Γηροκομείο και θα τους παρακαλέσω να τον δεχτούν. Θα τον πάρουν σίγουρα γιατί έχω πολύ καλή συνεργασία μαζί τους. Να μείνετε ήσυχη. Να συνεννοηθείτε απ΄ ευθείας με την Διοίκηση του Γηροκομείου. Να πάτε στο καλό και πέστε στον αγαπητό προστατευόμενό σας πολλά χαιρετίσματα από μένα και να μην στεναχωριέται για τίποτα. Εγώ είμαι εδώ να βοηθήσω.
Πράγματι τον πήραν αμέσως στο Γηροκομείο και η προσαρμογή του εκεί αποδείχθηκε ότι δεν ήταν δύσκολη. Συμβιβάστηκε με την δωρεάν στέγη, τροφή και ασφάλεια που του παρείχε το οργανωμένο ίδρυμα. Αποχαιρέτησε βέβαια τα προξενιά με τις κοπελιές και τις εύθυμες συντροφιές.
Οι άλλοι τρόφιμοι του Γηροκομείου ήταν φυσικά όλοι προχωρημένης ηλικίας, ξεχασμένοι οι περισσότεροι από συγγενείς και φίλους. Οι ελάχιστοι επισκέπτες δεν είχαν καμία διάθεση για χωρατά και συναναστροφές μέσα στον προθάλαμο του «Άδη» και έφευγαν γρήγορα μη τυχόν και ο χάρος τους περάσει και αυτούς για τρόφιμους και τους πάρει πριν την ώρα τους.
Περίπτωση φλερτ ή αισθήματος του Χατζηδιαμαντή με κάποια τρόφιμο δεν μπορούσε να υπάρξει γιατί του έπεφταν όλες πολύ μεγάλες. Η ιδέα ότι ήταν ακόμα νέος δεν τον εγκατέλειψε ούτε σε αυτό το καταθλιπτικό περιβάλλον με τις κουρασμένες και μαυρισμένες ψυχές που είχαν αφήσει έξω από τον πανύψηλο πέτρινο μαντρότοιχο κάθε ελπίδα τους και κάθε όνειρο.
Τα πόδια του βέβαια πάλι δεν τον κρατούσαν και πάλι έπεφτε. Αυτό ήταν και το μόνο του παράπονο στην Ανθούλα κάθε φορά που τον επισκεπτόταν:
-Ανθή μου πάλι θέλησα να πάω μια μικρή βόλτα και σωριάστηκα.
-Θα πρέπει να πάρεις απόφαση επιτέλους να κρατάς μπαστούνι. Μου το λέει και το προσωπικό. Μου λένε ότι σου δίνουν μπαστούνια και ότι εσύ αρνείσαι να τα δεχτείς.
-Τι λες βρε Ανθούλα; Είσαι καλά; Από τώρα θα αρχίσω να κρατάω μπαστούνι; Αργότερα, όταν θα γεράσω.
Και δεν χρειάστηκε να γεράσει ποτέ, γιατί μια μέρα πήραν από το Γηροκομείο τηλέφωνο την Ανθούλα:
-Ο κος Χατζηδιαμαντής έπεσε και κτύπησε πολύ άσχημα. Έχει πολλαπλά κατάγματα και διακομίσθηκε στο Νοσοκομείο ΚΑΤ. Η κατάστασή του είναι πολύ άσχημη. Δεν είναι αισιόδοξοι οι γιατροί. Μη ξεχνάμε ότι πλησιάζει τα εκατό. Δεν θα αντέξει ο οργανισμός εγχειρίσεις. Αν θα έχουμε νεότερα θα σας ενημερώσουμε.
Πέθανε στο ΚΑΤ. Η σωρός του μεταφέρθηκε στο εκκλησάκι του Γηροκομείου, όπου έγινε η νεκρώσιμος ακολουθία. Από τους συγγενείς του ήρθε μόνο μία ανιψιά, η οποία στο τέλος βγαίνοντας στο προαύλιο είπε:
-Και αυτός ο θείος δεν μας άφησε τίποτα.
Ναι, δεν άφησε τίποτα πίσω του, ούτε υπηρέτησε κάποιον προορισμό ή σκοπό της ζωής από αυτούς που καθορίζουν οι συντηρητικοί της Γης. Ούτε όμως κατατάσσεται στους επαναστάτες ή στους περιθωριακούς. Ήταν απλά ένας νέος που πεισματικά δεν θέλησε ποτέ να γεράσει. Γερνούσε βέβαια οργανικά, διατηρώντας όμως ακέραια την παιδική αθωότητα ή ακόμα και πονηριά και τις νεανικές λαχτάρες.
Η αισιοδοξία και η ελπίδα δεν τον εγκατέλειπαν ποτέ. Έπαιρνε χαρά και δύναμη από τα όνειρα. Ναι, είναι και αυτό μία μορφή δύναμης. Μια άμυνα στις δυσκολίες της ζωής και στα προβλήματα. Παθητική δύναμη, αλλά ευεργετική για την ψυχική ηρεμία και γαλήνη. Δεν το έκανε συνειδητά από επιλογή ή από φιλοσοφική σκοπιά. Απλά έτσι γεννήθηκε, έτσι διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας του και έτσι εκπλήρωσε ακούσια τον φιλοσοφικό στόχο να πεθάνει νέος όσο πιο αργά γινόταν.
Η ανιψιά μετά την κηδεία ανέλαβε να αδειάσει το δωμάτιο, αφού πρώτα το έκανε «φύλλο και φτερό» μήπως και βρει κάτι που να έχει αξία. Πήγε και στις γύρω τράπεζες και ρωτούσε για τυχόν καταθέσεις. Μετά εξαφανίστηκε. Η Ανθούλα διατήρησε έκτοτε επικοινωνία μόνο με την κόρη του γιατρού Χαροκόπου και σύζυγο του καρδιολόγου Αβραμίδη.
Στον επίλογο θα ήταν παράληψη να μη γίνει κάποια αναφορά στην μεγάλη προσφορά της αδελφής μου Ανθούλας Αραμπατζόγλου, που από συμπόνια και αλτρουισμό στάθηκε δίπλα στον πάμφτωχο υπερήλικα, ως φύλακας άγγελος, στην τελευταία και ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο της ζωής του.
Διαβάστε επίσης:
Βούλα Αραμπατζόγλου – Τουζοπούλου: «Η Μαρία», από τη Νέα Ιωνία του ‘60
Βούλα Αραμπατζόγλου – Τουζοπούλου: Αναμνήσεις από την Νέα Ιωνία του 1955 – Το Λενάκι
Νέα Ιωνία – Βούλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου: Κατοχικοί χειμώνες στη Νέα Ιωνία
«Ανατολή εξ Ανατολών»: Η Βούλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου απλώνει τη Νέα Ιωνία μπροστά στα μάτια μας
Βούλα Αραμπατζόγλου – Τουζοπούλου: Ηράκλειο Αττικής – Στη βρύση των αναμνήσεων