Νέα Ιωνία – Η ιστορία της εικόνας της Αγίας Παρασκευής από την Μενεμένη Μικράς Ασίας

Την μεταφορά της εικόνας της Αγίας Παρασκευής από την Μενεμένη Μικράς Ασίας με τον ξεριζωμό του 1922 και την τοποθέτησή της σε εκκλησάκι στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας, καθώς και την λατρεία που δέχθηκε από τον προσφυγικό πληθυσμό της περιοχής, περιγράφει η συγγραφέας Βουλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου σε δύο βιβλία της.

Πρόσφατα ο Διευθυντής  και η Ιστορικός Τέχνης του Μουσείου Μενεμένης Τουρκίας, οι οποίοι οργανώνουν και την πτέρυγα Μενεμένης του Μουσείου Σμύρνης, μετά από διερεύνησή τους, ζήτησαν από την συγγραφέα φωτογραφίες και την ιστορία της εικόνας, τα οποία σε πρώτη φάση παρουσίασαν σε Συμπόσιο στην Τουρκία.

Οι φωτογραφίες και τα αποσπάσματα από τα βιβλία της συγγραφέως, τα σχετικά με την εικόνα, που απεστάλησαν στην Τουρκία, καθώς και το οπτικό υλικό από το Συμπόσιο, παρατίθενται παρακάτω.

 

Γράφει η Βούλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου,

Χημικός Παν/ου Αθηνών, συγγραφέας

 

 

Η ιστορία της εικόνας της Αγίας Παρασκευής από την Μενεμένη Μικράς Ασίας

Πρόλογος

Η εικόνα της Αγίας Παρασκευής, ελαιογραφία από την Μενεμένη Μικράς Ασίας, είναι άγνωστο πότε και από ποιόν καλλιτέχνη φιλοτεχνήθηκε. Την είχε η γιαγιά της συγγραφέως  Παρασκευή Αραμπατζόγλου  το γένος Καρανικόλα, πολύ πριν το 1900, στο σπίτι της που βρισκόταν στην περιοχή Μερμερελή της Μενεμένης.

Η Παρασκευή ήταν  παντρεμένη με τον Γιαννακό Αραμπατζόγλου ή Αραμπατζή και από τον γάμο, μετά από εννέα γέννες,  τους έμειναν τρία μόνο παιδιά:  η Κατίνα (Αικατερίνη), ο Ηλίας και τελευταίος ο  Λευτέρης (Ελευθέριος) ο πατέρας της συγγραφέως.

Η γιαγιά Παρασκευή, της οποίας το όνομα πήρε και η συγγραφέας, την αγαπούσε πολύ αυτή την εικόνα, γιατί πίστευε ότι την φύλαγε και την βοηθούσε στις δυσκολίες της ζωής της. Πίστευε δηλαδή ότι η εικόνα είναι  θαυματουργή.

Αυτή η αγάπη της και η πίστη της στην Αγία Παρασκευή την έκανε να πάρει μόνο  την εικόνα μαζί της, όταν το 1922, με την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την Τουρκία, πήγε στην Μενεμένη ο γιός της Λευτέρης για να μεταφέρει αυτήν  και τον πατέρα του στην Ελλάδα.

Όλα τα γεγονότα,  από την φυγή της εικόνας από την Τουρκία  μέχρι και την μόνιμη πλέον εγκατάστασή της στην Ελλάδα, περιγράφει η συγγραφέας  στα βιβλία της  «Οι Μικρασιάτικες ρίζες μου» και  «Ανατολή εξ Ανατολών».

 

Αποσπάσματα από το βιβλίο  «Οι Μικρασιάτικες ρίζες μου»

Ο  Λευτέρης επιστρέφει  στην Μενεμένη για να σώσει τους γονείς του

Με την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την Μικρά Ασία  το 1922 ο Λευτέρης πάει από την Αθήνα στην Μενεμένη να πάρει τους γονείς του και να τους οδηγήσει στην Ελλάδα. Εκεί τους βρίσκει σε παράλογη για τις κρίσιμες ώρες ψυχραιμία. Ήταν  στην  φάση πριν τον όλεθρο όπου πολλοί  δεν ήξεραν ή  δεν ήθελαν να πιστέψουν στην επερχόμενη συμφορά.

«Πάρτε ό,τι μπορείτε μαζί σας και φεύγουμε για την Ελλάδα», λέει στους γονείς του.

«Αποκλείεται εγώ να φύγω», απάντησε ο πατέρας του ο  Γιαννακός. «Εδώ είναι ο τόπος μου, το σπίτι μου, τα κτήματά μου. Σε αυτά τα χώματα είναι θαμμένοι οι γονείς μου και οι παππούδες μου. Εδώ θα θαφτώ και εγώ, όταν πεθάνω».

-Δεν ξέρεις τι λες. Ο θάνατος έρχεται από στιγμή σε στιγμή. Δεν βλέπεις που όλοι φεύγουν;  Σύντομα θα μπει και εδώ ο Τουρκικός στρατός και θα σας σκοτώσουν.

-Εμένα  δεν θα με πειράξουν.  Όλοι οι Τούρκοι εδώ με αγαπάνε και μου λένε ότι θα με προστατεύσουν.  Πάρε την μάνα σου, αν αυτή θέλει. Εγώ δεν φοβάμαι. Χρόνια εδώ έχω συνεργαστεί και έχω φιλίες με τους Τούρκους όλης της περιοχής. Δεν θα αφήσουν κανέναν να με σκοτώσει.

-Πάμε μάνα. Ας μείνει μόνος του. Τον ξέρεις τι αγύριστο κεφάλι είναι.

 

Και την άρπαξε από το χέρι, τραβώντας την. Ο γιος ψηλός ευθυτενής και γεροδεμένος και εκείνη μία κοντούλα μικροκαμωμένη, σαν παιχνιδάκι στα χέρια του. Πως τα κάνει έτσι η φύση. Πως σε αυτήν την μικροσκοπική κοιλιά φύτρωσε ο σπόρος του Γιαννακού και θέριεψε.

Και τώρα την κουμαντέρνει αυτό το λίγα χρόνια πριν μικροσκοπικό ανθρωπάκι, που χάνονταν μέσα στον κόρφο της  αποζητώντας την προστασία της. Και πέρα από το μεγαλείο της φύσης, υπάρχει και το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής. Έχουν γραφτεί ύμνοι για την μητρική στοργή και αυταπάρνηση.

Να όμως που έρχονται ορισμένες στιγμές, ορισμένα παιδιά να φανερώσουν  την τεράστια ευγνωμοσύνη και αγάπη για τους γονείς τους, που μέχρι τότε ο νεανικός τους εγωισμός έκρυβε επιμελώς. Για αυτή την ασήμαντη, μια σταλιά γυναίκα, που αν δεν ήταν μητέρα θα είχε αφανιστεί μέσα στην τουρκιά, ένα παλικάρι που το λέει η ψυχή του, ταξιδεύει μέσα στον κίνδυνο για να της ανταποδώσει την ζωή που του χάρισε.

«Δώσε μου λίγο χρόνο. Μόνο λίγο», παρακάλεσε τον γιο της, «Θα κάνω ό,τι λες. Θα ρθω μαζί σου. Βέβαια όχι για πολύ.  Μόνο  μέχρι  να ηρεμήσουν τα πράγματα. Μετά θα επιστρέψω στον τόπο μου, στον άντρα μου και στα καλά μου. Γι΄ αυτό δεν χρειάζεται να πάρω τίποτα μαζί μου. Μόνο λίγα ρουχαλάκια αλλά και κάτι άλλο που δεν αποχωρίζομαι ποτέ».

Και στάθηκε ο γιος της και αυτή έτρεξε στο σπίτι και σε λίγο βγήκε έχοντας περασμένο στο μπράτσο της ένα μπογαλάκι και σφικτά στην αγκαλιά της την εικόνα της Αγίας Παρασκευής.

Την Αγία Παρασκευή δεν την λάτρευε μόνο η γιαγιά μου, που είχε και το όνομά Της, αλλά και όλοι  οι  Έλληνες της Μενεμένης. Υπήρχε εκεί  Ναός της Αγίας Παρασκευής και στις 26 Ιουλίου, ημέρα της γιορτής Της, γινόταν στην Μενεμένη μεγάλη εμποροπανήγυρης με πλήθος προσκυνητών που κατέφθαναν και από τα γύρω μέρη.

 

Ο Λευτέρης με την μητέρα του φεύγουν  για την Ελλάδα

Με την εικόνα και με το μπογαλάκι έφυγαν μάνα και γιος σαν δραπέτες από τα παράλια.

Μέχρι την Σμύρνη από την Μενεμένη πήγαν με το τρένο.

Στη σύντομη αυτή διαδρομή, ένα γεγονός γιγάντωσε την πεποίθηση της Παρασκευούλας, ότι η εικόνα ήταν θαυματουργή. Μέσα στον  ορυμαγδό και τον συνωστισμό έμεινε η εικόνα στο τρένο. Η μάνα νόμιζε ότι την είχε πάρει ο γιός της και ο γιός ότι την είχε η μάνα. Όταν πολύ μακριά αντιλήφθηκε η Παρασκευούλα, ότι η εικόνα έλειπε, έτρεξε ξοπίσω να την αναζητήσει και ανέλπιστα, παρά τα διαρκή, ασταμάτητα τότε δρομολόγια τα γεμάτα κόσμο, βρήκε το τρένο στο σταθμό και την εικόνα μέσα στο άδειο βαγόνι να στέκεται πάνω σε ένα κάθισμα και να την κοιτάζει γλυκά, σαν να την περίμενε.

Στα παράλια  πλήρωσαν, με τις λίγες μπαγκανότες (χάρτινες λίρες) που είχαν μαζί τους, έναν Τούρκο βαρκάρη, για να τους περάσει απέναντι στην Μυτιλήνη, όπου εκεί ήταν ο αδελφός του Λευτέρη, Ηλίας.

Στο σημείο που τους πήγε ο βαρκάρης δεν υπήρχε  τρόπος να πλησιάσει το πλεούμενο την ακτή και να δέσει. Έπρεπε να μπουν και οι δύο με τα ρούχα στην θάλασσα, για να  φτάσουν  στην ξηρά.  Ο Λευτέρης κρατούσε στα χέρια του το μπογαλάκι και η Παρασκευούλα κρατούσε μόνο την εικόνα της Αγίας Παρασκευής. Που να ξέρει όμως  από θάλασσα η μάνα; Ποτέ της δε είχε μπει μέσα:

 

-Φοβάμαι γιέ μου. Τι πολύ νερό είναι τούτο. Θα πνιγούμε.

-Μη φοβάσαι μάννα. Είναι ρηχά, δες.

 

Και με ένα σάλτο βρέθηκε όρθιος στο νερό.

 

-Βλέπεις; Έλα να σε κατεβάσω.

-Εσύ γιέ μου είσαι λεβέντης, ψηλός. Εγώ είμαι κοντούλα, το νερό θα με σκεπάσει.

-Θα σε βοηθήσω εγώ μάνα αν χρειαστεί, έλα.

-Περίμενε να προστατέψω την εικόνα πρώτα.

Και αφού έκανε τον σταυρό της και την φίλησε, άνοιξε τον κόρφο της και την έβαλε μέσα σκεπάζοντάς την με τα βαριά ρούχα της.

– Τώρα γιέ μου είμαι έτοιμη.

 

Ο Λευτέρης τράβηξε στην αγκαλιά του την μάνα του και την απίθωσε στο νερό και μετά σήκωσε ψηλά το μπογαλάκι για να μη βραχεί και ξεκίνησε για την ακτή. Δίπλα του η μάνα του, με σταυρωτά τα χέρια χιαστή στο στήθος της για να προστατεύει την εικόνα από τα νερά αλλά και για να παίρνει δύναμη από τη Χάρη της Αγίας, δρασκέλιζε αργά μέσα στο κινούμενο με κυματισμούς υγρό στοιχείο.

Στην ακτή και οι δύο  βγήκαν μουσκεμένοι.  Αμέσως η  μάνα έβγαλε με αγωνία την  εικόνα  από το στέρνο της και είδε με δέος ότι ενώ οι ίδιοι έσταζαν από νερά, η  Αγία Παρασκευή ήταν θεόστεγνη. Η πιστή γυναίκα κάτω από την ένταση της στιγμής και από την έντονη επήρεια της εύλογης ψυχολογικής κόπωσης και συναισθηματικής φόρτισης έπεσε στα γόνατα και την προσκυνούσε κλαίγοντας.

 

-Δες γιέ μου το θαύμα. Είναι στεγνή, τελείως στεγνή. Και μείς ζούμε γιέ μου και πατάμε χώματα. Χώματα σαν κι αυτά που έχουμε στην πατρίδα μας.

-Πατρίδα μας είναι και αυτή μάνα. Θα δεις όλα θα πάνε καλά.

-Ναι Λευτέρη μου, όλα καλά θα πάνε.

 

Και συνέχιζε κλαίγοντας, κάνοντας, τον σταυρό της, γονατίζοντας και  προσκυνώντας την εικόνα.

 

-Όλα καλά θα πάνε γιατί έχουμε την ευλογία της Αγίας, έχουμε την ευλογία του Θεού.

 

Πόσο ευτυχείς μπορούν να γίνουν οι κατατρεγμένοι της μοίρας ή της ζωής, όταν τολμούν ένα δύσκολο ξεκίνημα, έναν σκληρό αγώνα, με την πεποίθηση ή την ελπίδα ότι  έχουν την ευλογία του Θεού! Πόση δύναμη παίρνουν! Πόση δύναμη δηλαδή μπορεί να δώσει η πίστη!

Στη Μυτιλήνη δεν έκατσαν πολύ. Τι να κανε στο νησί ο Λευτέρης. Με το πλοίο της γραμμής πήγαν στον Πειραιά.

 

Ο  πρώτος καιρός του Λευτέρη και της μητέρας του Παρασκευής στην Ελλάδα

Άγνωστο ακόμα και στους ίδιους το που περιπλανήθηκαν μάνα και γιος τον πρώτο καιρό, αφ΄ ότου ήλθαν στον Πειραιά, μέχρι να βολευτούν προσωρινά σε ένα κοινόβιο κτήριο.

Πολύ γρήγορα κατάλαβαν ότι  δεν θα υπήρχε επιστροφή. Από κάποιους συμπατριώτες τους  πληροφορήθηκαν τα τραγικά νέα για την εκτέλεση του πατέρα Γιαννακού από Τούρκους στρατιώτες. Τον βρήκαν και τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ στην πλατεία της Μενεμένης.

Από άλλους έμαθαν επίσης, ότι σε μία περιοχή φτιάχνονται σπίτια για τους πρόσφυγες. Ήταν στην μετέπειτα ονομαζόμενη Νέα Ιωνία.

Εκεί, στην Νέα Ιωνία, σε μία προσφυγική μονοκατοικία των δύο δωματίων με μία μικρή αυλή στο πίσω μέρος εγκαταστάθηκαν μόνιμα ο Λευτέρης, η μητέρα του Παρασκευή  και η εικόνα της Αγίας Παρασκευής.

Η εικόνα της Αγίας Παρασκευής στον νέο τόπο

Η ύπαρξη της εικόνας της Αγίας Παρασκευής που έφερε από την Μενεμένη η Παρασκευούλα  γρήγορα διαδόθηκε από στόμα σε στόμα στην γειτονιά των προσφύγων.

Πολλές  ήταν οι γυναίκες που πήγαιναν στο σπίτι της  για  να προσκυνήσουν την εικόνα  και να  ζητήσουν  ελπίδα και παρηγοριά από την  Αγία που θεωρείται προστάτιδα των ματιών.

 

-Κυρά Παρασκευούλα αυτή η εικόνα σου με τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια λες και αντιδρά στα παρακάλια μας. Άλλες φορές νομίζουμε ότι μας κοιτάει αυστηρά, άλλες ότι μας βλέπει πονεμένα και άλλες λες και μας χαμογελάει.

 

Το πίστευαν αυτό κοιτάζοντας παρατεταμένα την  εικόνα, γιατί το έντονο βλέμμα και η υποψία σύσπασης των χειλιών της Αγίας, έδινε άλλη εντύπωση κάθε φορά στον προσκυνητή.

Στην αρχή κτυπούσαν λίγες γυναίκες διακριτικά την πόρτα του σπιτιού όταν έλλειπε ο Λευτέρης και ζητούσαν να προσκυνήσουν. Η πίστη όμως είναι χείμαρρος, που ξεχειλίζει και δεν υπολογίζει εμπόδια.

Ήταν πολλές  και οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν όλοι στον προσφυγικό συνοικισμό. Έτσι πριν να τους καταβάλει η απαισιοδοξία ή η απελπισία σε κάθε πρόβλημα, έτρεχαν στην εικόνα να πάρουν κουράγιο. Τα κτυπήματα πλέον στην πόρτα πλήθαιναν και μάλιστα  όλες της ώρες της ημέρας.

Κάτι έπρεπε να κάνει ο Λευτέρης  γι΄ αυτό. Η μέχρι τότε ζωή του τον είχε κάνει άκαμπτο και άγριο στις δοσοληψίες του και είχε γίνει ιδιαίτερα ευερέθιστος στο περιβάλλον του. Δεν ήταν και θρήσκος με την έννοια της απόδοσης λατρείας στα θεία. Σεβόταν όμως την εικόνα, καθώς και την πίστη των άλλων σε αυτήν. Σεβόταν ακόμα και τον ανθρώπινο πόνο και έδειχνε κατανόηση στην διέξοδο που επιζητούσαν οι βασανισμένες από την προσφυγιά γυναίκες μέσω της  πίστης τους.

Στο βάθος πίστευε  και αυτός. Έτσι το μόνο που δεν σκέφτηκε ήταν να στερήσει την εικόνα από τους πιστούς της.

Πίσω από τα δύο προσφυγικά δωμάτια  της οδού Καραολή υπήρχε μία μικρή στενόμακρη αυλή, που το κάτω μέρος της έβγαινε με ένα αδιέξοδο στενό στην οδό Τσουρουκτσόγλου.

Ο Λευτέρης ήταν δεξιοτέχνης. Τα χέρια του «έπιαναν» και είχε σε όλη την μετέπειτα ζωή του σαν διασκέδαση στον ελεύθερο χρόνο του τις οικοδομικές εργασίες. Ολομόναχος έφτιαξε στο τέλος αυτής της αυλής ένα μικρό γραφικό εκκλησάκι, που χωρούσε μόνο δύο ή το πολύ τρεις προσκυνητές. Εκεί τοποθέτησε  την εικόνα μέσα σε μία μεγάλη εντοιχισμένη μπρούτζινη κορνίζα, που την κλείδωνε για λόγους ασφάλειας. Εξωτερικά, πάνω από την καμάρα της πόρτας – εισόδου χάραξε τέσσερις μεγάλους αριθμούς που συνθέτουν την χρονολογία ορόσημο: «1922». Η χρονολογία αυτή της Μικρασιατικής καταστροφής καθόρισε την ιστορία της εικόνας, του ίδιου και της Νέας Ιωνίας.

Το προσκύνημα τώρα για τις γυναίκες της γειτονιάς έγινε συστηματικά καθημερινή υπόθεση, αφού πλέον δεν ενοχλούσαν κανέναν.

Η Αγία Παρασκευή είναι από τις πιο αγαπημένες Αγίες  των Χριστιανών και η χάρη των Αγίων γίνεται πιο αισθητή αν σε κοιτάνε από μία παλιά εικόνα. Συγκλονίζει η σκέψη για το πόσα δάκρυα και πόνος έχουν  συσσωρευτεί επάνω στην εικόνα στην πορεία των χρόνων και αυτό της δίνει άλλη διάσταση, πνοή και ψυχή.

Ακόμα η φθορά των χρόνων στην αποτυπωμένη θεία μορφή έχει έντονη επίδραση στον ευαίσθητο ψυχισμό του προσκυνητή. Επικεντρώνει  την προσοχή του επάνω στην παλιά εικόνα και  αφήνεται να πλημμυρίσει από την συγκίνηση που του δημιουργεί κάθε αγωνία, πόνος ή δυστυχία που ζει. Φτάνει έτσι στο στάδιο της κατάνυξης,  όπου η επικοινωνία πλέον με τον Άγιο  είναι άμεση, απόλυτη  και αδιατάραχτη.

Εκεί μέσα στο μικρό εκκλησάκι  άφηναν στην Αγία Παρασκευή τις έννοιες τους και τα προβλήματά τους, στα δύσκολα χρόνια, οι πιστοί της περιοχής και έφευγαν πιο ήσυχοι και ανακουφισμένοι ευγνωμονώντας και ευχαριστώντας γι΄ αυτό τον Λευτέρη.

Το 1941, στην Γερμανική κατοχή η γιαγιά Παρασκευή πέθανε σε ηλικία 75 ετών. Ο Λευτέρης εν τω μεταξύ είχε παντρευτεί μία προσφυγοπούλα από την Σπάρτη Μικράς Ασίας την Ευαγγελία και είχαν αποκτήσει τα δύο πρώτα τους παιδιά.  Τα επόμενα χρόνια από τον θάνατο της γιαγιάς απέκτησαν άλλα δύο παιδιά με τελευταίο την Παρασκευή, που πήρε το όνομά της από την γιαγιά της αλλά και από την εικόνα, η οποία συνέχισε να έχει εξέχουσα θέση στην οικογένεια, αφού η Ευαγγελία ήταν ακόμα πιο πιστή χριστιανή από την πεθερά της.

 

 

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Ανατολή εξ Ανατολών»

Το πανήγυρι της Αγίας Παρασκευής της 26ης Ιουλίου στην δεκαετία του 1950

Στις 26 Ιουλίου, στην καρδιά του καλοκαιριού, γιορτάζει  η χάρη της Αγίας Παρασκευής.

Ο Λευτέρης δεν ξεχνούσε ποτέ το μεγάλο πανηγύρι. που γινόταν αυτή την ημέρα, πριν  το 1922, δηλαδή πριν τον ξεριζωμό των Ελλήνων, στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που υπήρχε στην Μενεμένη Μικράς Ασίας.

Μεγάλα πανηγύρια όμως γίνονταν και  γίνονται στην γιορτή της Αγίας και στα χωριά και στις εξοχές της Ελλάδας, γιατί οι άνθρωποι των πόλεων, αυτή την εποχή καταφεύγουν στην Ελληνική ύπαιθρο για να βρουν την χαμένη τους ηρεμία και γαλήνη. Εκεί επιζητούν να ξαναζήσουν την χαρά των παραδόσεων και μέσα στην λιτότητα και αγνότητα του περιβάλλοντος να αναζωογονήσουν την πίστη τους.

Για όλους αυτούς τους λόγους ο Λευτέρης ήθελε να τιμήσει την εικόνα από την Μενεμένη,  με πανηγύρι, την ημέρα της γιορτής της  Αγίας Παρασκευής,  στο εκκλησάκι της αυλής του.

Μέχρι και την δεκαετία του 1950 στην Νέα Ιωνία υπήρχε ακόμα η ηρεμία, η λιτότητα και η αγνότητα του φυσικού περιβάλλοντος. Υπήρχαν και τα αρώματα της εξοχής στους μικρούς κήπους και τα μπαλκόνια των  σπιτιών. Άλλωστε  οι πρόσφυγες κάτοικοι δεν είχαν δικά τους χωριά και μέχρι τότε δεν είχαν ούτε εξοχικά σπίτια, ούτε λεφτά για να πάνε διακοπές. Επομένως τα καλοκαίρια η Ν. Ιωνία δεν άδειαζε από κόσμο.

Στις 26 Ιουλίου, μόλις ο ήλιος πήγαινε να δύσει, στην Νέα Ιωνία, ένας ένας ή παρέα δύο τρεις μαζί, φορώντας τα φρεσκοσιδερωμένα ρούχα περιπάτου έφταναν οι περίοικοι στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής της οδού Τσουρουκτσόγλου, να προσκυνήσουν την χάρη Της, που γιόρταζε.  Αυτό κρατούσε μέχρι αργά το βράδυ. Η ημέρα αυτή για την περιοχή έπαιρνε μίαν άλλη χροιά και την πρόσμεναν, όπως όλες τις θρησκευτικές εορταστικές  εκδηλώσεις,  για να σπάσουν  την ανία της καθημερινότητας.

Τουλάχιστον δέκα μέρες νωρίτερα από την γιορτή της Αγίας σήμαινε συναγερμός στο σπίτι της εξαμελούς  οικογένειας του Λευτέρη, με τους δύο γονείς και τα τέσσερα παιδιά.

Όλη η οικογένεια ήταν  «επί ποδός» στην μικρή αυλή και άσπριζαν, έπλεναν, συμμάζευαν, καθάριζαν  και έτριβαν με «μπράσο» (εμπορικό όνομα ενός υγρού που γυάλιζε τα χάλκινα σκεύη)  το μπρούτζινο πλαίσιο  και τα ασημένια τμήματα της εικόνας.

Την  παραμονή της γιορτής το εκκλησάκι και όλοι οι τοίχοι της αυλής αντανακλούσαν λευκή λάμψη από το ασβέστωμα. Τα φυτά στα λίγα παρτέρια ζωντάνευαν και ζωήρευαν από την περιποίηση και έδειχναν πιο πράσινα μέσα στο κατάλευκο φόντο του ασβέστη.  Γύρω από την εικόνα  μοσχοβολούσε ένα παχύ περιδέραιο από γιασεμιά, ενώ παραδίπλα της υπήρχαν κλαδάκια από πεύκο, όπου στην άκρια κάθε βελονοειδούς φύλλου τους ήταν μπηγμένα από τον μίσχο τους γιασεμιά, έτσι ώστε να σχηματίζει το κάθε κλαδάκι πεύκου και από ένα μπουκέτο.

Οι μυρωδιές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τα γεγονότα, ιδιαίτερα όταν οι μνήμες  που τις συνδέουν συγκλονίζουν.  Γι΄ αυτό αναριγά όποιος υπήρξε ερωτευμένος και τύχει να μυρίσει το άρωμα του αγαπημένου μετά από χρόνια. Η αγάπη μπορεί να πεθαίνει, όμως οι αναμνήσεις και τα συναισθήματα, που ξυπνούν τα αρώματα είναι ζωντανές  και αναστατώνουν σαν τότε.  Για αυτούς που έζησαν και θυμούνται το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής της οδού Τσουρουκτσόγλου, η μυρωδιά του γιασεμιού έκτοτε,  είναι συνυφασμένη με την  γιορτή της Αγίας και φέρνει την ίδια ξεχωριστή διάθεση και γλυκιά ευχαρίστηση.

Εν τω μεταξύ όλες οι καρέκλες του σπιτιού είχαν παραταχθεί κατά μήκος της αυλής και πάνω σε ένα τραπέζι υπήρχαν άφθονα ποτήρια νερού και ξύλινα κασελάκια γεμάτα λουκούμια, που αγόραζε ο Λευτέρης από την Αθήνα.

Κάθε προσκυνητής έπρεπε – και ο Λευτέρης ήταν απόλυτος σε αυτό, όπως ήταν απόλυτος σε όλες του τις ενέργειες και αποφάσεις –  να κάτσει για λίγο στην αυλή, τουλάχιστον μέχρι να σερβιριστεί το λουκούμι και να πιει ένα ποτήρι νερό.

 

-Κυρ-Λευτέρη γιατί κάνετε τόσο κόπο; Δεν ήταν ανάγκη. Ευχαριστούμε πολύ. Χρόνια πολλά και η χάρη της να είναι βοήθειά σας.

-Βοήθειά σας και σε σας και του χρόνου να είμαστε καλά να ξαναγιορτάσουμε.

 

Έτσι επί χρόνια για δύο μέρες γινόταν ανταλλαγή ευχών και λουκουμιών, μέσα στην μικρή αυλή, κάτω από ένα πεύκο και μία τεράστια συκιά, που γεμάτη άγουρους ακόμη καρπούς σκέπαζε με τα πλατιά φύλλα της σχεδόν όλο το εκκλησάκι.

Ο ίδιος ο Λευτέρης δεν έδειχνε αφοσίωση στην εικόνα, όπως έδειχνε η γυναίκα του, όμως στο πανηγύρι πλήρωνε και δούλευε με ζήλο για να αποδοθούν οι τιμές στην Αγία κατά πως της έπρεπαν, προκειμένου να ευχαριστηθεί ο κόσμος που την λάτρευε. Ήταν μια σχέση του ίδιου με τους ανθρώπους και όχι με τα θεία, που τα σεβόταν απεριόριστα, όμως μέσω της πίστης των άλλων.

Τα βράδια της παραμονής και ανήμερα η αυλή, η εκκλησούλα και το στενό της οδού Τσουρουκτσόγλου λούζονταν στον φωτισμό της ιδιόχειρης ηλεκτρικής εγκατάστασης του Λευτέρη.

Η συμμετοχή των κατοίκων ενός μεγάλου τμήματος της προσφυγούπολης, στην πανηγυρική ατμόσφαιρα, ήταν συγκινητική. Έρχονταν στιγμές που σχημάτιζαν ουρά στην πόρτα της εκκλησούλας και οι άνθρωποι του σπιτιού δεν προλάβαιναν να προσφέρουν λουκούμια και νερά.

Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η μεγάλη αγάπη του κόσμου για την Αγία Παρασκευή οφείλεται και στο ότι θεωρείται προστάτισσα των ματιών. Τα μάτια είναι από τα πιο πολύτιμα και πιο ευπαθή όργανα του ανθρώπου και φυσικά η ελπίδα για εξαίρεση από τον κανόνα της ανθρώπινης φθοράς μόνο στα θεία και στα θαύματα βρίσκει διέξοδο και γιατί όχι και ανταπόκριση.

 

Η εικόνα μετακομίζει σε καινούργιο σπίτι

Το 1965 ο Λευτέρης με την οικογένειά του μετακόμισε σε άλλο σημείο της Ν. Ιωνίας, σε ένα σπίτι καινούργιο και νοίκιασε το προσφυγικό.

Η εικόνα έμεινε για λίγο διάστημα στο εκκλησάκι, όμως οι νοικάρηδες του σπιτιού, πιθανότατα επειδή δεν ήθελαν να μπαινοβγαίνει κόσμος στην αυλή, είπαν ότι δεν εγγυώνται την ασφάλειά της και ότι είχαν ενδείξεις ότι κινδύνευε από κλοπή και έτσι ο Λευτέρης την πήρε κοντά του.

Στην αρχή κάποιες πολύ πιστές κυρίες πήγαιναν στο καινούργιο σπίτι και προσκυνούσαν την εικόνα. Σιγά σιγά, όμως αυτό σταμάτησε. Σταμάτησε εν τω μεταξύ και η φτώχεια και η δυστυχία, που κάνουν πιο εκδηλωτική την θρησκευτική πίστη. Η εικόνα όμως δεν παραμελήθηκε.

Η  γυναίκα του Λευτέρη, η βαθειά θρησκευόμενη και πιστή Ευαγγελία, φρόντιζε να μη σβήνει ποτέ το καντήλι της της εικόνας  και την θυμιάτιζε καθημερινά. Κάθε παραμονή της 26ης Ιουλίου έδινε την εικόνα στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, που βρίσκεται κάτω από το Μητροπολιτικό Μέγαρο στην Λεωφόρο Ηρακλείου και την έπαιρνε πίσω αργά το βράδυ ανήμερα. Για δύο ημέρες η εικόνα στολισμένη με λουλούδια βρισκόταν στο πεζοδρόμιο επί της Λεωφόρου, έξω από το παρεκκλήσι και ο κόσμος την προσκυνούσε.

Μέχρι που ήρθε στο παρεκκλήσι ένας πολύ ηλικιωμένος ιερέας από το Άγιο Όρος φέρνοντας μαζί του τις εμμονές και φοβίες, του για χρόνια απόμακρου. Θεώρησε εικονολατρία την προτίμηση του κόσμου στην παλιά εικόνα  και αρνήθηκε να την δεχτεί. Στην θέση της έβαλε μία έγχρωμη χαλκομανία, εκτιμώντας ότι ο πιστός θα  πρέπει να αισθανθεί την ίδια κατάνυξη και με την ζωγραφιά.

Έκτοτε η παλιά εικόνα της Αγίας Παρασκευής έχασε εντελώς τις εκδηλώσεις πίστης και λατρείας του κόσμου και περιορίστηκε στην αφοσίωση και αγάπη της πολύ ευσεβούς Ευαγγελίας.

Το 1974 ο Λευτέρης πέθανε μετά από μακροχρόνια αρρώστια. Λίγο καιρό πριν πεθάνει θόλωσαν τα πάντα στην μνήμη του εκτός από την ανάμνηση της Μενεμένης Μικράς Ασίας. Μιλούσε διαρκώς για την πατρίδα του και ζητούσε από τους δικούς του να ζέψουν  το άλογο να πάει στα κτήματα.

Το υποσυνείδητο σε έναν χαλασμένο οργανισμό, διόρθωνε ότι είχαν καταστρέψει τα συμφέροντα, οι πολιτικές και τα εγκληματικά ένστικτα των ανθρώπων το 1922. Η ζωή που του καθόρισαν να ζήσει, παρότι η ιδιοσυγκρασία του την έκανε δημιουργική και ενδιαφέρουσα, δεν του επούλωσε τα ψυχικά τραύματα που του άφησε ο ξεριζωμός από τον παράδεισο της αλησμόνητης πατρίδας του.

Μετά τον θάνατο του Λευτέρη και πολλά χρόνια αργότερα τον θάνατο της  γυναίκας του Ευαγγελίας,  η εικόνα  πήγε στα χέρια της κόρης τους Παρασκευής.

Το εκκλησάκι άδειο, έρημο και σχεδόν υπό κατάρρευση, υπάρχει ακόμα, μόνο που δεν είναι προσβάσιμο πλέον από την οδό Τσουρουκτσόγλου, γιατί ένας γείτονας καταπάτησε το πέρασμα.

Σήμερα η  εικόνα, αυτός ο  ανεκτίμητος  θησαυρός μνήμης και συναισθημάτων, εξακολουθεί να τραβάει τα βλέμματα όσων επισκέπτονται το σπίτι της συγγραφέως  Βούλας Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου, που δεν είναι άλλη από την Παρασκευή, την κληρονόμο της εικόνας.

Σαν έργο η εικόνα  είναι μία ελαιογραφία ζωγραφισμένη πάνω σε ξύλο. Αποχρώσεις του σκούρου καφέ έως μαύρου συνθέτουν τα χαρακτηριστικά της μορφής της Αγίας, μιας μορφής που αποδίδει την αγιοσύνη της από το σφικτό, υποτυπώδες, αλλά γλυκό χαμόγελο.

Τα  μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της Αγίας κοιτούν με τρυφερή αυστηρότητα. Κάποτε ίσως τα χρώματά της εικόνας να ήταν περισσότερα, πιο έντονα και ζωηρά. Ο χρόνος όμως τα αλλοίωσε και μάλιστα σε ορισμένα σημεία φούσκωσε την μπογιά και την ξεφλούδισε.

Μακάρι να μην είχε σκεπασμένα και ορισμένα τμήματά της από ανάγλυφες φλούδες ασημιού που  καλύπτουν  το φωτοστέφανο, τα χέρια, τον σταυρό και ένα κλαδάκι που κρατάει η Αγία. Τα έφτιαξε η αγάπη μιας πιστής που θέλησε έτσι να δείξει ευγνωμοσύνη στην Αγία.

 

Επίλογος

Σε ένα τμήμα της διαδρομής,  από την Μικρά Ασία στην Ελλάδα, της παλιάς εικόνας της Αγίας Παρασκευής, συμπτύχθηκαν ολόκληρες διαδρομές ανθρώπων και εκτυλίχθηκαν σημαντικά γεγονότα.

Κανείς δεν ξέρει την ιστορία της εικόνας πριν από το 1900, όπως κανείς δεν μπορεί να μαντέψει την  μελλοντική της ιστορία. Το βαθύ σκοτάδι του άγνωστου παρελθόντος  διακόπτεται από το σκοτάδι του άγνωστου μέλλοντος με μία φωτεινή πορεία εκατό και πλέον χρόνων, όπου πόλεμοι, σκοτωμοί, καταστροφές, κατατρεγμοί, πόνοι και βάσανα γίνανε αφετηρία και βάσεις για νέα ζωή, πρόοδο, εξέλιξη και γιατί όχι και ευτυχία.

Αυτά τα πάνω από εκατό χρόνια ιστορίας κάνουν το παλιό ξύλο με την αποτυπωμένη μορφή της Αγίας Παρασκευής ανυπέρβλητης αξίας, που ίσως μόνο όσοι έχουν συναισθηματικούς δεσμούς μνήμης με τις ρίζες τους και την ιστορία του τόπου τους μπορούν να εκτιμήσουν.

Σήμερα η παλιά εικόνα στον τοίχο είναι ένα παράθυρο στο παρελθόν. Δεν χρειάζονται μαγικές λέξεις για να ανοίξει. Αρκεί να διαβάσει κανείς τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της Αγίας που μαρτυρούν τα πόσα πολλά είδαν στο πέρασμα του αιώνα και να στοχαστεί στο ίχνος του συγκρατημένου της χαμόγελου, που δείχνει την αμφιβολία των συναισθημάτων της, μεταξύ πίκρας και ικανοποίησης.

Τέλος

Διαβάστε επίσης:

Βούλα Αραμπατζόγλου – Τουζοπούλου: «Η Μαρία», από τη Νέα Ιωνία του ‘60

Βούλα Αραμπατζόγλου – Τουζοπούλου: Αναμνήσεις από την Νέα Ιωνία του 1955 – Το Λενάκι

Νέα Ιωνία – Βούλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου: Κατοχικοί χειμώνες στη Νέα Ιωνία

“Ριπές ανέμων” – Βούλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου: “Νοικάρηδες δωματίων”, ένα ακόμη ταξίδι στη Νέα Ιωνία του περασμένου αιώνα

Νέα Ιωνία – Βούλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου: Μια γιορτινή ανάμνηση από το βιβλίο «Ανατολή εξ Ανατολών»

«Ανατολή εξ Ανατολών»: Η Βούλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου απλώνει τη Νέα Ιωνία μπροστά στα μάτια μας

Βούλα Αραμπατζόγλου – Τουζοπούλου: Ηράκλειο Αττικής – Στη βρύση των αναμνήσεων

Avatar photo
Το Ηράκλειο Αττικής και η Νέα Ιωνία στο διαδίκτυο. Και όχι μόνο.

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

MENU