Γράφει, η Βούλα Αραμπατζόγλου – Τουζοπούλου, χημικός Πανεπιστήμιου Αθηνών – «Η Μαρία» είναι ένα διήγημα που περιέχεται στο βιβλίο μου «Ριπές ανέμων» και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Νοικαρηδες δωματιων».
(Ο Μικρασιάτης πρόσφυγας πατέρας μου, την δεκαετία του 1950, προκειμένου να ζήσει την εξαμελή οικογένειά του, έφτιαχνε ανεξάρτητα δωμάτια, με κουζινούλα και αποχωρητήριο, τα οποία νοίκιαζε κυρίως σε επαρχιώτες που κατέφθαναν στην προσφυγούπολη. Πόλος έλξης ήταν η τότε βιομηχανική άνθιση της Νέας Ιωνίας, που τους έδινε ελπίδες για καλλίτερη ζωή. Η Μαρία ήταν νοικάρισσα γύρω στα 1960).
Δεν ήταν ούτε μικρή, ούτε μεγάλη. Περίπου σαράντα πέντε με πενήντα. Ήρθε μόνη και νοίκιασε το δωμάτιο στο τέλος του ακάλυπτου διαδρόμου ή ας πούμε καλλίτερα στο τέλος της στενής αυλής.
Στενό ήταν και το δωμάτιο με την κουζινούλα και το αποχωρητήριο στο βάθος, σκοτεινιασμένα όλα. Λίγες φωτεινές ακτίνες και αυτές όχι απευθείας από τον ήλιο αλλά από διάχυση έμπαιναν από ένα μικρό παράθυρο δίπλα ακριβώς από την πόρτα εισόδου.
Κανείς δεν ήξερε αν η Μαρία είχε οικογένεια. Πάντως δεν φαινόταν και δεν φερόταν σαν στερημένη γεροντοκόρη. Έδειχνε ψυχικά ολοκληρωμένη γυναίκα, καπάτσα, με τσαγανό και γενικά με μία πληρότητα που της έδινε αυτοπεποίθηση και χάρη.
Ήταν μετρίου αναστήματος, με σχετικά καλή εμφάνιση, μαύρα κοντά μαλλιά, ζωηρά σκούρα μάτια και με κάποια κιλά παραπανήσια αξιοποιημένα έτσι που να της δίνουν θηλυκότητα καθώς ασφυκτιούσαν στριμωγμένα μέσα στις κολλητές μπλούζες και τις πολύ στενές και κοντές για την εποχή φούστες, λες και ήταν έτοιμα ανά πάσα στιγμή να αποτινάξουν τα ρούχα και να απελευθερώσουν την γυναικεία της φύση. Κατά τα άλλα δεν ήταν κοκέτα, να ντύνεται ακριβά με τις επιταγές της μόδας και να βάφεται και δεν προκαλούσε με το φέρσιμό της τους άντρες. Ήταν μία απλή, φτωχιά, μονήρης γυναίκα, γελαστή και εγκάρδια με τον κόσμο.
Για την Μαρία πιθανώς δεν θα θυμόμουν τίποτα το ιδιαίτερο αν δεν με έστελνε ο πατέρας μου μια μέρα στο σπίτι της να ζητήσω κάτι χρωστούμενα νοίκια, όπως μου είπε. Θα ήμουν τότε γύρω στα δέκα, μικρό παιδί δηλαδή:
-Θα πας στα δωμάτια με τους νοικάρηδες. Το δικό της είναι το τελευταίο στην στενόμακρη αυλή. Θα κτυπήσεις την πόρτα και με ευγενικό τρόπο θα της ζητήσεις τα ενοίκια.
-Δεν μπορώ να το κάνω αυτό –απάντησα- Ντρέπομαι να ζητάω λεφτά.
-Μα δεν τα ζητιανεύεις. Μας τα χρωστάει.
-Ναι αλλά εγώ δεν έχω ξανακάνει ποτέ αυτή την δουλειά. Συνήθως εσύ πηγαίνεις. Σε παρακαλώ σου λέω ντρέπομαι. Δεν μπορώ.
-Τώρα έχω δουλειά γιαυτό θα πας εσύ. Τι θα πει ντρέπεσαι. Δουλειά είναι και αυτή και όλοι σας πρέπει βοηθάτε. Δεν θα τα κάνω όλα εγώ. Σήκω και πήγαινε τώρα αμέσως.
Έκανα την διαδρομή από το πατρικό μας σπίτι μέχρι το σπίτι της νοικάρισσας, από δέκα λεπτά που ήταν κανονικά, περισσότερο από μισή ώρα. Ήθελα να καθυστερήσω όσο μπορούσα περισσότερο την στιγμή που θα βρισκόμουν στην δυσκολότερη θέση της μέχρι τότε ζωής μου. Συνέχεια σκεφτόμουν πώς θα τολμήσω να ενοχλήσω και πώς θα καταφέρω να μιλήσω αφού δεν πήγαινα επίσκεψη για καλό σκοπό. Πραγματικά θα προτιμούσα να ανοίξει η Γη να με καταπιεί.
Έξω ακριβώς από την ψυχρή ξύλινη πόρτα έδωσα την τελευταία μάχη με τον εαυτό μου. Ή θα έπρεπε να πειθαρχήσω στις επιταγές του πατέρα μου όσο δυσάρεστο και να μου ήταν ή να υποστώ τις συνέπειες του μένους του, που πάντα τις φοβόμουν και ας μη χρειάστηκε να τις δοκιμάσω ποτέ. Επικράτησε ο φόβος και κτύπησα την πόρτα. Ακούσθηκε η φωνή της:
-Ποιος είναι;
-Είμαι η κόρη του σπιτονοικοκύρη σας –είπα– του κυρ – Λευτέρη.
-Άνοιξε την πόρτα μικρή και πέρνα μέσα. Ξεκλείδωτα είναι.
Άνοιξα δειλά και στάθηκα στο άνοιγμα της πόρτας. Όλα μέσα φτωχικά αλλά άψογα συμμαζεμένα. Το τσιμεντένιο πάτωμα ήταν στρωμένο με καθαρές κουρελούδες που έδιναν ιδιαίτερη θαλπωρή στον χώρο. Περιμετρικά υπήρχαν ένα ντιβάνι με όμορφο κάλυμμα, μία ντουλάπα, ένα μπαούλο επίσης καλυμμένο με ωραίο ύφασμα, ένα τραπέζι με την μία πλευρά του στον τοίχο και στα πλαϊνά του δύο καρέκλες.
Στις καρέκλες αυτές ήταν καθισμένοι αντικριστά και κάπνιζαν η νοικάρισσα με το πρόσωπο προς την είσοδο και ένας άντρας με την πλάτη γυρισμένη.
Ο άντρας αυτός, που θάταν γύρω στα εξήντα, μετρίου αναστήματος, με λίγη φαλάκρα και αρκετή κοιλιά, φαινόταν άνθρωπος της πιάτσας, από αυτούς που από μικροί έχουν σκληραγωγηθεί στη ζωή και που από την δουλειά αλλά και τις πονηριές τάχουν καταφέρει καλά.
Η αυτοπεποίθηση έβγαινε από το βαρύ και ασήκωτο ύφος του. Εμένα ούτε που καταδέχθηκε να με χαιρετήσει. Έστριψε μόνο για λίγο να με δει και αμέσως μου ξαναγύρισε την πλάτη συνεχίζοντας να καπνίζει νωχελικά.
Η Μαρία και αυτή χωρίς να σηκωθεί μου χαμογέλασε και με ρώτησε γλυκά, χωρίς να δείχνει ανήσυχη ή έκπληκτη από την επίσκεψη:
-Τι με θέλεις παιδί μου; Συμβαίνει κάτι;
Ξεροκατάπια από αμηχανία και με φωνή που μόλις έβγαινε είπα:
-Με έστειλε ο πατέρας μου για εκείνα τα νοίκια που μας χρωστάτε.
Τινάχτηκε σύγκορμη από την θέση της φωνάζοντας:
-Τι ι ι ι ι ί. Χρωστάω εγώ ενοίκια; Δεν θάμαστε καλά. Πότε καθυστέρησα εγώ νοίκι; Εγώ κάθε πρώτη του μήνα σας πληρώνω. Αυτό είναι ανήκουστο. Πως τολμάει ο πατέρας σου να με προσβάλει έτσι; Δεν ντρέπεται να λέει ψέματα;
Πρέπει να είχα γίνει κάτωχρη. Είχα σκύψει το κεφάλι και έτρεμα από τον φόβο μου έτσι έξαλλη που είχε γίνει. Και αυτή συνέχιζε να φωνάζει κουνώντας συγχρόνως και τα χέρια ψηλά στο κεφάλι και κάτω να κτυπούν τους μηρούς της από αγανάκτηση.
-Και έστειλε εσένα μικρό παιδί. Σα δεν ντρέπεται. Δεν ήρθε ο ίδιος σαν άντρας, να τολμήσει να σταθεί μπροστά μου να έβλεπα με τι μούρη θα έλεγε τέτοιο ψέμα. Ακούς δεν πληρώνω τα νοίκια; Ανάθεμά τον και αυτόν και σένα που με σύγχυσες.
Δεν ήξερα που να κρυφτώ και όλη η ταραχή μου είχε γίνει μένος για τον πατέρα μου που έκανε τόσο μεγάλο λάθος. Ήταν εντελώς αδικαιολόγητος. Και δεν θα του συγχωρούσα ποτέ που ενώ έβλεπε πόσο ντρεπόμουν να πάω σε ξένο σπίτι και μάλιστα να ζητήσω λεφτά, μου αγρίεψε κιόλας επειδή δίσταζα.
Φέρθηκε τόσο επιπόλαια και απαράδεκτα. «Έχει δίκιο η γυναίκα – σκεφτόμουν – για τη προσβολή που της κάνουμε. Ο πατέρας μου φταίει για το λάθος του, για τις φωνές της και για την άσκημη θέση μου. Και τώρα πως θα ξεφύγω από το μένος της; Μόνο ο Θεός μπορεί να με βοηθήσει».
Πάγωσα ακόμα περισσότερο όταν την είδα ωρυόμενη να έρχεται καταπάνω μου. Με πιάνει με φόρα και με δύναμη από το μπράτσο, με βγάζει έξω από το δωμάτιο και συνεχίζοντας να φωνάζει με έσυρε μέχρι το τέλος του ακάλυπτου διαδρόμου:
-Φύγε γρήγορα και να πας να πεις στον πατέρα σου άλλη φορά να έχει τα μυαλά του και να μη ξανακάνει λάθος. Δεν μπορεί να πληρώνω και μετά να το ξεχνάει και να σε στέλνει να με ρεζιλεύεις. Ακούς εκεί σα δεν ντρέπεται.
Νόμιζα ότι το μαρτύριο θα τέλειωνε εκεί, αλλά όχι. Κρατώντας με από το μπράτσο βγήκαμε στο δρόμο και συνεχίσαμε μέχρι την Λεωφόρο Ηρακλείου. Τώρα όμως ούτε με έσφιγγε, ούτε μου φώναζε.
Με το που στρίψαμε στην Λεωφόρο έγινε ένα θαύμα. Το χέρι της άφησε το μπράτσο μου και άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και με ένα γλυκό, όλο τρυφερότητα, χαμόγελο μου λέει:
-Πήγαινε σπίτι καλό μου κοριτσάκι και πες στον μπαμπά σου τον κυρ- Λευτέρη να με συγχωρέσει και να μην ανησυχεί καθόλου. Θα του τα φέρω τα ενοίκια που του χρωστάω πολύ σύντομα. Έτσι χρυσό μου παιδί; Πες του κυρ- Λευτέρη να μην ανησυχεί.
Μάθαινα σιγά σιγά τον κόσμο. Να, μόλις είχα μάθει για τις θεατρικές παραστάσεις που η ζωή υπαγορεύει να παίζονται. Αυτή η έξοχη θεατρική παράσταση με την εκπληκτική πρωταγωνίστρια που μόλις είχα την τύχη να παρακολουθήσω συμμετέχοντας άθελά μου στα δρώμενα, δεν είχε παιχτεί για μένα.
Όλα δείχνουν ότι παίχτηκε προς τιμήν του κυρίου που ήταν στο σπίτι της και εξ αιτίας του. Ο διακριτικά απών από την πλοκή αλλά ουσιαστικά παρών κύριος πρέπει να ήταν ο αποδέκτης της παράστασης, στην οποία έπαιζε παρασκηνιακό ρόλο.
Πρέπει να ήταν αυτός που κάλυπτε κρυφά τα έξοδα του σπιτιού. Κάποιοι άντρες, όταν κάποτε αποκτήσουν παραπάνω χρήματα, για να αισθανθούν περισσότερο την επιτυχία τους στη ζωή και πιο υπερήφανοι για τον εαυτό τους, για να ικανοποιήσουν δηλαδή την αυταρέσκειά τους αλλά και για να σπάσουν την ανία του γάμου τους, συντηρούν ένα δεύτερο σπιτικό, με κάποια γυναίκα που ο ρόλος της είναι μόνο να τους παρέχει λίγες ώρες χαλάρωσης και απόλαυσης και να κολακεύει την ματαιοδοξία τους.
Φαίνεται ότι ο συγκεκριμένος κύριος είχε ανταποκριθεί σε όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι στη Μαρία, αλλά αυτή προτίμησε ή αναγκάστηκε να αφήσει απλήρωτους τους λογαριασμούς για να καλύψει άλλες της ανάγκες. Ο κύριος λοιπόν δεν έπρεπε να αντιληφθεί την υπεξαίρεση.
Αυτά δεν τα κατάλαβα στα παιδικά μου χρόνια της αθωότητας, αλλά όταν μεγάλωσα. Εκείνο που έμαθα τότε ήταν να είμαι επιφυλακτική στις έντονες αντιδράσεις, να μη παρασύρομαι και να μη βιάζομαι να βγάζω συμπεράσματα και το πιο σημαντικό να δείχνω κατανόηση στις ανθρώπινες αδυναμίες όταν δεν βλάπτουν από πρόθεση. Γι αυτό οι αναμνήσεις μου δεν μεμψιμοιρούν ούτε για την Μαρία, ούτε για το Κύριο και μάλιστα μπορώ να πω ότι θυμάμαι με συμπάθεια και τους δύο.
Όλα τα βιβλία της συγγραφέως Βούλας Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου πωλούνται στο βιβλιοπωλείο «Παράγραφος» στην Νέα Ιωνία επί της πλατείας Σημηριώτη, Μεσολογγίου 63, τηλ. : 210 – 2795992