Βούλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου: “Νοικάρηδες δωματίων – Ο Λεωνίδας” – Ένα ακόμη ταξίδι στη Νέα Ιωνία μιας άλλης εποχής

Ένα ακόμη απόσπασμα από τα βιβλία της Ιωνιώτισσας Βούλας Αραμπατζόγλου – Τουζοπούλου δημοσιεύει το zonews.gr, μεταφέροντας μας στη Νέα Ιωνία μιας άλλης εποχής. 

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο της «Ριπές ανέμου», στο κεφάλαιο «Νοικάρηδες δωματίων»

 

Ο Μικρασιάτης πρόσφυγας πατέρας μου, την δεκαετία του 1950, προκειμένου να ζήσει την εξαμελή οικογένειά του, έφτιαχνε ανεξάρτητα  δωμάτια, με κουζινούλα και αποχωρητήριο, τα οποία  νοίκιαζε κυρίως σε επαρχιώτες που κατέφθαναν στην προσφυγούπολη.

Πόλος έλξης ήταν η τότε βιομηχανική  άνθιση της Νέας Ιωνίας, που τους έδινε ελπίδες για καλλίτερη ζωή. Ο Λεωνίδας ήταν ένας από τους νοικάρηδες.

 

 

 

Ο Λεωνίδας

Θα ήταν περίπου πενήντα χρονών όταν τον γνωρίσαμε. Ανύπαντρος, μόνος και έρημος. Ψηλός, εύρωστος, με καστανά μαλλιά, αδρά αλλά ευγενικά χαρακτηριστικά. Δεν ήταν  ούτε άσχημος, ούτε όμορφος αν και το τελευταίο που θα πρόσεχε κάποιος σε αυτόν θα ήταν η εμφάνισή του. Εντυπωσίαζε η απέραντη μοναχικότητά του, η απομόνωση από τον κόσμο, η αποξένωση, η σιωπή και η μελαγχολία.

Νοίκιασε στην οδό Μητροπολίτου Τιμοθέου 5 στην Νέα Ιωνία το ισόγειο  γωνιακό δωμάτιο που η μία του πλευρά με πόρτα εισόδου και παράθυρο έβλεπε στον δρόμο και η άλλη στον κοινόχρηστο ιδιωτικό διάδρομο πλάτους δύο μέτρων. Έμπαινε και έβγαινε σε αυτό το σπίτι του ενός  δωματίου, χωρίς να κοιτάζει γύρω του, χωρίς να μιλάει και  χωρίς να χαιρετάει κανέναν. Και πίσω από την σφαλιστή πόρτα και το μονίμως σφαλιστό παράθυρο λες και τον κατάπινε η Γη,  χανόταν στον κόσμο του, έναν κόσμο άγνωστο και μυστήριο για τους άλλους.

Η πόρτα στην άκρια αριστερά είναι του δωματίου του Λεωνίδα. Δεξιά του και ανάμεσα στα δύο σπίτια ο διάδρομος με τα απλωμένα ρούχα είναι η κοινόχρηστη αυλή με την βρύση των άλλων δύο ισόγειων δωματίων.

 

 

Στην Νέα Ιωνία τον έφερε η δουλειά του. Δούλευε σαν χημικός σε εργαστήριο κρασιού κάπου στην ευρύτερη περιοχή της. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τον ακριβή τίτλο των σπουδών του, αλλά το ότι ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος, διαβασμένος και εξειδικευμένος και το ότι είχε πολύ κύρος στο επαγγελματικό του περιβάλλον, διαπιστώθηκε κατά την πορεία και στο τέλος της άνω των δέκα χρόνων παραμονής του στο  ενοικιαζόμενο δωμάτιο.

Ήταν Έλληνας αλλά είχε έρθει από την Ρουμανία και εκεί έμεναν μόνιμα οι συγγενείς του – μάλλον πολιτικοί πρόσφυγες- με  εν ζωή στενούς την αδελφή του και τις δύο κόρες της.  Όλο τον χρόνο καρτερούσε την ημέρα που θα έπαιρνε την  άδειά του για να πάει στην Ρουμανία στο σπίτι της αδελφής του και αυτό το ταξίδι  για την πικρή και μονότονη ζωή του ήταν μια ανάσα δροσιάς.

Γλύκαινε την ψυχή του με την ανθρώπινη ζεστασιά των αγαπημένων του και  με την θαλπωρή της οικογενειακής εστίας και ερχόταν, με όση δύναμη μπορούσε να αντλήσει από το αναζωογόνο ταξίδι, για να ριχτεί και πάλι στη ρουτίνα της δουλειάς, στα σκοτάδια της μοναξιάς και στο χάος του σκεπτικισμού του.

Κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους του δωματίου έσκαβε βαθειά στα νοήματα των ογκωδών βιβλίων του και όργωνε το μυαλό του, ακούγοντας συγχρόνως κλασσική μουσική. Στους καρπούς που αποκόμιζε από τις γνώσεις και τις σκέψεις ήταν η αριστερή ιδεολογία και ο αθεϊσμός του και τα δύο όμως σαν συμπεράσματα και σαν πεποιθήσεις  ατομικές  και προσωπικές  του  και όχι σαν δόγματα που να επιχειρεί να τα περάσει και σε άλλους.

Τα δόγματα δεν είναι καρποί σκέψης. Είναι δημιουργήματα και ευφυολογήματα καθυπόταξης της σκέψης. Η δογματοποίηση των πεποιθήσεων κρύβει αμφιβολίες, αδυναμίες  και  ανασφάλειες και το χειρότερο υστερόβουλες προθέσεις επιβολής και χειραγώγησης.

Δεν θα ήξερε κανείς τίποτα από την ζωή αυτού του ανθρώπου, αν δεν υποχρεωνόταν να φέρνει ο ίδιος στο σπίτι μας κάθε τέσσερις του μήνα το ενοίκιο, προκειμένου να αποφύγει να του κτυπήσουν την μονίμως και για όλους σφαλιστή πόρτα του. Γιαυτό τον λόγο ήταν πάντα συνεπής στην ημερομηνία πληρωμής για να τον περιμένει  κάποιος στο σπίτι μας.

Στην αρχή έδινε το ενοίκιο όρθιος στο σκαλάκι της εισόδου του σπιτιού μας και εκεί στο σκαλάκι περίμενε υπομονετικά την απόδειξη. Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να περάσει μέσα.

 

Βιάζομαι πολύ – μας έλεγε – πρέπει να φύγω.

 

Ο ευγενικός μεν αλλά  απλός χωρίς περιττά λόγια τρόπος του πάγωνε κάθε δική μας προσπάθεια εγκαρδιότητας. Παρόλα αυτά κάθε φορά του προτείναμε να περάσει μέσα, γιατί το καλό του παρουσιαστικό, το καθαρό του βλέμμα και μία υποφαινόμενη στην συνδιαλλαγή ντροπαλοσύνη έδινε ελπίδες ότι ίσως με την υπομονή και την επιμονή μας θα ξεπερνούσε τις αναστολές του.

 

-Περάστε μέσα, σας παρακαλούμε κύριε Λεωνίδα. Δεν πρέπει να στέκεστε εδώ έξω. Ελάτε για ένα κέρασμα, ένα γλυκό, έναν καφέ, κάτι τέλος πάντων.

 

Αυτό γινόταν κάθε μήνα και όχι μόνο από έναν από εμάς αλλά από όλα τα μέλη της εξαμελούς οικογενείας μου, γιατί όσο τον γνωρίζαμε, συμφωνούσαμε  ότι  δεν ήταν ο μυστηριώδης, εγωκεντρικός μισάνθρωπος που νομίζαμε στην αρχή αλλά ένας αξιοπρεπέστατος, ευγενικός και μορφωμένος κύριος.  Σιγά σιγά έτσι από το ολιγόλεπτο άνοιγμα της πόρτας  μας γνώρισε  όλους και μάλλον με την επανάληψη κερδίσαμε την εμπιστοσύνη του  και την εκτίμησή του. Ήρθε λοιπόν σαν φυσική και αναμενόμενη η πρώτη φορά που κάθισε επιτέλους σε πολυθρόνα του σαλονιού μας. Φάνηκε  όμως ότι γιαυτόν ήταν γενικά η πρώτη φορά που έμπαινε στην Ελλάδα σε οικογενειακή εστία, γνώριζε τα μέλη της και συνομιλούσε φιλικά μαζί τους έστω με τις στοιχειωδώς καθημερινές στην αρχή κουβέντες όπως για τον καιρό ή για την υγεία.

Πρέπει αμέσως  να γλυκάθηκε όχι μόνο από τα κεράσματα αλλά από τον σεβασμό και  την αγάπη που του δείξαμε. Γι  αυτό και μήνα με τον μήνα η επίσκεψη μεγάλωνε σε διάρκεια. Μεγάλωναν βέβαια και τα κεράσματα έτσι  το γλυκό  και ο  καφές έγιναν μεζέδες και  ούζο ή  μπύρες.

Κάθε τέσσερις λοιπόν του μήνα ερχόταν στο σπίτι μας από νωρίς το απόγευμα και με την πάροδο των χρόνων κατέληγε να φεύγει λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Οι συζητήσεις μαζί του πάντα ήταν πέρα για πέρα φιλικές, χωρίς εντάσεις και αντιπαραθέσεις. Τα θέματα ήταν κυρίως σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση στην Ελλάδα ή και διεθνώς, με τις δυσκολίες της καθημερινότητας ή με αδιέξοδες και ακραίες ανθρώπινες καταστάσεις με  αφορμή ειδησεογραφικά κοινωνικά γεγονότα.

Από αυτές τις συζητήσεις διαφαίνονταν οι αριστερές πεποιθήσεις του και ο αθεϊσμός του χωρίς ποτέ  ο ίδιος να επιδιώκει να τις διατυπώνει προκαλώντας τον συνομιλητή, αλλά ούτε και  να τις αποκρύπτει , πόσο μάλλον να τις προδίδει, στον βωμό της   μεγάλης  ευγένειας και  διακριτικότητας που τον διέκρινε. Ενδεικτικά του καλού  κλίματος που οφειλόταν στην δημοκρατικότητα και στον σεβασμό στις διαφορές απόψεων και αντιλήψεων  των συνομιλητών, ήταν η αμοιβαία εκτίμηση και αγάπη μεταξύ όλων και ιδιαίτερα μεταξύ του άθεου μουσαφίρη με την  βαθειά θρησκευόμενη μητέρα μου.

Για τον Λεωνίδα πρέπει να έγινε η τέταρτη ημέρα κάθε μήνα η πιο προσφιλής του, όπου την σκοτεινιά της μονότονης και άχαρης μοναχικής ζωής του έδιωχναν για λίγες ώρες τα χαμογελαστά μας πρόσωπα, τα ειλικρινή μας αισθήματα, η τάξη και η καθαριότητα του φροντισμένου νοικοκυριού, οι  μυρωδιές των σπιτικών εδεσμάτων. Αλλά και για μας ήταν ημέρα χαράς με  προετοιμασίες, προμήθειες και μαγειρέματα για τον απόλυτα αγνό, άδολο αλλά και τόσο ενδιαφέροντα επισκέπτη μας, αρετές ανεκτίμητες  σε κάθε κοινωνικό περίγυρο.

Μακάρι όλοι οι άνθρωποι να ήταν έτσι, αλλά επειδή δεν είναι μακάρι να μπορούσαμε  να τους κοσκινίζαμε και να πετούσαμε  μακριά μας τουλάχιστον όσους χαλούν την ζωή μας. Δυστυχώς όμως φαίνεται ότι είναι δύσκολο να απαλλαγεί κάποιος από τους κακόβουλους, κακοπροαίρετους  και  κακοήθεις, εκτός και αν έχει αποφασίσει και έχει προπονηθεί να ρίχνεται επάνω τους  σε  ευθεία κατά μέτωπο επίθεση.  Ο ανώτερος και ευαίσθητος όμως Λεωνίδας, δεν είχε άλλη άμυνα και ασπίδα, εκτός από  την περιχαράκωση της   προσωπικής του ζωής πίσω από τα τείχη της απομόνωσης. Αυτά τα τείχη δεν στάθηκαν  ικανά να τον προφυλάξουν από τα δηλητηριώδη βέλη μιάς  ανόητης γειτόνισσας που  – όπως  όλα  τα ελλιπή και ανεπαρκή ψυχικά και πνευματικά άτομα τα χωρίς αναζητήσεις και ενδιαφέροντα-  προκειμένου να  αποκτήσει υπόσταση  είχε μεγιστοποιήσει ως υπέρτατο προσόν  το  μόνο που έκανε η ίδια και βάσει αυτού στόχευε, έκρινε και κατέκρινε τους πάντες.  Αυτή λοιπόν η ας πούμε «κυρία», γέμιζε την κενή ζωή της καθαρίζοντας το σπίτι της και επομένως όποιος δεν έκανε ακριβώς το ίδιο έμπαινε στο στόχαστρό της.  Έτσι μπήκε και ο Λεωνίδας που σαν εργένης, τις λίγες ελεύθερες ώρες που του άφηνε η δουλειά του δεν τις δαπανούσε στο νοικοκυριό.

 

Θέλω να σας πω κάτι– μας είπε μια φορά που αισθάνθηκε μικρότερες τις αποστάσεις μεταξύ μας- κάτι που με πληγώνει πολύ, που με φέρνει σε αδιέξοδο, που με κάνει να ζω δύσκολες   στιγμές στο σπίτι σας που νοίκιασα και που τόσο έχω αγαπήσει χάρη και σε σας.  Γυρνάω από την δουλειά μου κουρασμένος να διαβάσω και  να ακούσω λίγη μουσική και έρχεται κάτω από το παράθυρό μου η απέναντι γειτόνισσα και φωνάζει δυνατά για να την ακούσουν όλοι. «Πω πω πως βρωμάει εδώ πέρα, τι βρώμα και μπόχα είναι αυτή».  Αισθάνομαι τόση λύπη γιαυτό, τόση ντροπή. Γιατί μου φέρεται έτσι σκληρά, γιατί με κάνει να πονάω; Δεν την έχω πειράξει.

 

«Δεν την έχω πειράξει», φράση με την οποία αναρωτιούνται όσοι ζουν στην φαντασία τους σε έναν κόσμο ιδεατό. Πνιγμένος ο Λεωνίδας μέσα στα βιβλία του και στις ευαισθησίες του δεν ήξερε ότι υπάρχουν  άνθρωποι που επειδή τους ενοχλεί  η προσωπική τους συναισθηματική ανεπάρκεια επιδιώκουν να προκαλέσουν δυστυχία γύρω τους.  Επειδή  τα άτομα  αυτά συνήθως μειονεκτούν και είναι δειλά, επιτίθενται στους αδύναμους και πάντα εκλαμβάνουν ως  αδύναμους τους καλούς, τους αξιοπρεπείς και ευγενικούς. Αλλά ούτε και ο Λεωνίδας γνώριζε την δύναμή του.  Δεν είχε σκεφτεί ότι μόνο οι πολύ  ισχυροί χαρακτήρες έχουν την δύναμη να επιλέγουν να είναι μόνοι και  ανεξάρτητοι. Οι αδύναμοι χαρακτήρες και οι ανασφαλείς  επιδιώκουν πάντα  την   ομαδοποίηση ή ακόμα χειρότερα την οπαδοποίηση.

Φυσικά τα ταξίδια μια φορά τον χρόνο στην Ρουμανία στην αδελφή του συνεχίζονταν κανονικά. Από αυτά γύριζε με καλή  διάθεση και με λίγη αισιοδοξία. Σε ένα από τα ταξίδια του μας έφερε  σαλάμι:

 

-Δοκιμάστε λίγο αν θέλετε τώρα εδώ μπροστά μου. Μετά θα σας πω γιαυτό – είπε αφήνοντας υποψίες και επιφυλάξεις πίσω από ένα πονηρό χαμόγελο.

 

Ο πατέρας μου πιο γενναίος και τολμηρός  από όλους μας πήρε ένα κομμάτι:

 

Μουουου εξαιρετικό– είπε απλώνοντας το χέρι και στο υπόλοιπο-. Αρίστης ποιότητας και νοστιμότατο.

 

Πήρα θάρρος και έφαγα και  εγώ. Μου άρεσε και μένα πολύ αλλά δεν συνέχισα προτιμώντας να περιμένω  τις αποκαλύψεις που μας υποσχέθηκε:

 

Είναι από κρέας αλόγου –είπε καλόκαρδα- Εμείς στην Ρουμανία το τρώμε και μας αρέσει. Εδώ υπάρχει προκατάληψη.

 

Όντως υπάρχει προκατάληψη γιαυτό και τελικά το υπόλοιπο δεν το φάγαμε. Χρόνια αργότερα ξανάφαγα κρέας αλόγου στην Ισπανία και το έκανα  περισσότερο στη μνήμη αυτού του υπέροχου ανθρώπου ίσως από ενοχές που τότε η αποκάλυψη με σταμάτησε.

Η φορά που τον είδαμε σκιά του εαυτού του ήταν τον μήνα, που μάθαμε από τον ίδιο το φοβερό μαντάτο του τραγικού θανάτου της αδελφής του και των δύο  ανιψιών του σε τροχαίο δυστύχημα:

 

Ήταν ό,τι πιο πολύτιμο είχα στη ζωή μου – μας είπε συντετριμμένος – Ζούσα με την σκέψη τους. Περίμενα όλο τον χρόνο πότε θα έρθει η μέρα να τους ξαναδώ. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Δεν την χωράει ο νους μου τέτοια συμφορά. Τώρα τίποτα δεν είναι ίδιο. Δεν έχω να περιμένω άλλο από τον θάνατο.

 

Ένα μήνα μετά κτυπούσε την πόρτα μας κρατώντας ένα δεματάκι. Μπήκε στο σπίτι μας σέρνοντας τα πόδια του και άπλωσε τα χέρια του στην μητέρα μου προσφέροντάς το:

 

Κυρία Βαγγελία – ψέλλισε γεμάτος συγκίνηση και έτοιμος να καταρρεύσει – Θα μου κάνετε την τιμή να το δεχτείτε. Μπορεί να μην έχει μεγάλη αξία, για μένα όμως ήταν όλη μου η περιουσία. Το κράταγα σαν φυλακτό, όπως έχετε εσείς τα εικονίσματά σας. Είναι μέσα τα κεντήματα της μάνας μου που τα είχε φτιάξει για μένα. Δεν θα τα αποχωριζόμουν ποτέ μέχρι να πεθάνω. Τώρα όμως φοβάμαι σε ποια χέρια θα πέσουν, αφού δεν υπάρχει πλέον κανένας δικός μου άνθρωπος. Μόνο την οικογένειά σας εμπιστεύομαι. Μόνο αυτήν πλέον αισθάνομαι  δίπλα μου. Είμαι σίγουρος ότι τα δίνω στα καλλίτερα χέρια, τα χέρια σας,  και ξέρω ότι θα τα σεβαστείτε και θα τα τιμήσετε.

 

Πέρασαν μήνες. Μήνες ψυχροί και   άχαροι. Δεν ξέρω πόσα χρόνια σχημάτισαν αυτοί οι μήνες. Όχι πάντως πολλά. Κάποια μέρα δύο σοβαροί κύριοι μας  αναζήτησαν:

 

Ψάχνουμε τον κύριο Λεωνίδα τον χημικό – είπαν. Δουλεύουμε μαζί του στο ίδιο οινοποιείο. Σήμερα το πρωί δεν ήρθε στην δουλειά. Ποτέ όσα χρόνια τον ξέρουμε δεν έχει λείψει. Ανησυχήσαμε όλοι γιατί  τον αγαπάμε και τον εκτιμάμε πολύ και περισσότερο το αφεντικό που τον λατρεύει. Είναι το δεξί του χέρι εδώ και χρόνια.  Αυτός μας έστειλε να δούμε τι κάνει. Κτυπάμε όμως την πόρτα και δεν μας  ανοίγει ούτε και απαντάει  ενώ πρέπει να είναι μέσα. Σας παρακαλούμε,  αν έχετε κλειδί, ελάτε και εσείς μαζί μας να μπούμε στο σπίτι του, μήπως χρειάζεται βοήθεια.

 

Πήγε η αδελφή μου. Τον βρήκαν πεσμένο κάτω και νεκρό. Ανακοπή καρδιάς είπαν αργότερα οι γιατροί. Ήταν εξήντα χρονών. Μπορούσε να ζήσει και άλλο, αλλά δεν πρέπει να ήθελε.

Στην κηδεία, που έγινε στο Νεκροταφείο, ήμασταν ελάχιστα άτομα. Κανένας συγγενής και κανένας φίλος. Μόνο άνθρωποι από την δουλειά, μεταξύ των οποίων και οι δύο κύριοι που  τον είχαν αναζητήσει.  Διαβάστηκε από ιερείς στην εκκλησία  και θάφτηκε σαν χριστιανός.  Θυμόμουν σε ένα βιβλίο του Κρόνιν που ένας ιερέας πήγε να κοινωνήσει  έναν φίλο του άθεο αλλά υπέροχο αλτρουιστή γιατρό λίγο πριν ξεψυχήσει από μολυσματική νόσο, που κόλλησε περιθάλποντας ασθενείς.

 

Μα δεν πιστεύω στον Θεό σου– του λέει ο ετοιμοθάνατος-.

Δεν πειράζει – του απαντάει ο ιερέας- Πιστεύει ο Θεός μου σε σένα.

 

Και πράγματι αν για την θρησκεία η απιστία θεωρείται αμαρτία, θα είναι η μόνη που είχε διαπράξει ο Λεωνίδας. Σε όλα τα άλλα ήταν από τις πιο  ασκητικές μορφές, χωρίς μίση, χωρίς πάθη,  λιτός και απέριττος, αληθινός, ειλικρινής, ευθύς,  γεμάτος  αγάπη, ανωτερότητα, αξιοπρέπεια, με  αγνά και πλούσια αισθήματα.

Δεν ήξερα γιατί στην κηδεία του έπιασα τον εαυτό μου να κλαίει τόσο πολύ αφού δεν μου ήταν τίποτα, δεν θα μου έλλειπε, ενώ ούτε ο ίδιος δεν θα ήθελε να ζήσει.  Τώρα όμως που πέρασαν τα χρόνια και γνώρισα καλλίτερα την ζωή και τους ανθρώπους ξέρω ότι ήταν «η αδικία» που με έκανε να κλαίω. Είναι σπάνιοι  οι ξεχωριστοί άνθρωποι και η δομημένη συνήθως από ματαιόδοξους, κενόδοξους και ανάξιους  κοινωνία τους προσπερνά. Ακόμα πιο  άδικο όταν και η ζωή τους φέρεται  σκληρά.

Λίγες μέρες μετά ήρθαν στην πόρτα μας πάλι οι ίδιοι κύριοι:

 

Σας φέραμε να σας παραδώσουμε τα κλειδιά του σπιτιού του συγχωρεμένου. Όπως είδατε και εσείς δεν υπάρχει τίποτα αξιόλογο μέσα, εκτός από τα βιβλία του. Κρατήσαμε μόνο τον «Λουκιανό». Διαλέξτε και εσείς  αν θέλετε κανένα βιβλίο και όλα τα υπόλοιπα πράγματα σας παρακαλούμε μπείτε στον κόπο να τα  πετάξετε.

Ζυγός με κουτί
Ζυγός
Κουτί ζυγαριάς με οδηγίες
Κουτί ζυγαριάς με σταθμά

Το σπίτι ήταν σε άθλια κατάσταση. Μαύρο από την υγρασία όλων των χρόνων της κλεισούρας, καταθλιπτικό από τις παλιατζούρες ρούχων και αντικειμένων και ασφυκτικό από την ακαταστασία.     Απλωμένα ρούχα σε σχοινιά ή αραδιασμένα στη καρέκλα και στο κρεβάτι ή  πεταμένα στο πάτωμα και  λογής – λογής στοιβαγμένα πράγματα επάνω στο τραπέζι, στον πάγκο της κουζίνας και σε ένα – δυο  ξεχαρβαλωμένα  έπιπλα.

Εγώ, η τότε μελλοντική του συνάδελφος, ξεχώρισα μόνο μία παλιά εργαστηριακή ζυγαριά  ακριβείας που χρησιμοποιούσαν χρόνια πριν οι χημικοί. Την έχω στο σπίτι που κτίσαμε, όταν κατεδαφίστηκαν τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, μέσα στο σαλόνι μου, λίγους ορόφους πιο πάνω από το δωμάτιο  που κάποτε έμενε ο  Λεωνίδας.

 

Βούλα Αραμπατζόγλου – Τουζοπούλου

Χημικός Παν/μιου Αθηνών

 

Διαβάστε επίσης:

Βούλα Αραμπατζόγλου – Τουζοπούλου: «Η Μαρία», από τη Νέα Ιωνία του ‘60

Βούλα Αραμπατζόγλου – Τουζοπούλου: Αναμνήσεις από την Νέα Ιωνία του 1955 – Το Λενάκι

Νέα Ιωνία – Βούλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου: Κατοχικοί χειμώνες στη Νέα Ιωνία

“Ριπές ανέμων” – Βούλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου: “Νοικάρηδες δωματίων”, ένα ακόμη ταξίδι στη Νέα Ιωνία του περασμένου αιώνα

Νέα Ιωνία – Βούλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου: Μια γιορτινή ανάμνηση από το βιβλίο «Ανατολή εξ Ανατολών»

«Ανατολή εξ Ανατολών»: Η Βούλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου απλώνει τη Νέα Ιωνία μπροστά στα μάτια μας

Βούλα Αραμπατζόγλου – Τουζοπούλου: Ηράκλειο Αττικής – Στη βρύση των αναμνήσεων

 

Ολα τα βιβλια της συγγραφεως προσφερονται 5 ευρω το καθενα στο βιβλιοπωλειο «Παραγραφος», στη Νεα Ιωνια επι της πλατειας Σημηριωτη, Μεσολογγιου 63, τηλ. :  210 – 2795992

Avatar photo
Το Ηράκλειο Αττικής και η Νέα Ιωνία στο διαδίκτυο. Και όχι μόνο.

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

MENU